Greek-English Dictionary (Georgakas)
15 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- αγγείο [aŋɟío] το, (L)
- ① piece of pottery, vase, pot, can (syn φορητό δοχείο):
- αγγεία vases, pots; pottery (syn αγγειοπλαστική, κεραμεικά είδη) |
- βρήκαν ένα θαυμάσιο ~ με απλές φιγούρες (Venezis) |
- poem δεν τα μελέτησες ποτέ σου εσύ τ' αρχαία αγγεία (Zevgoli) |
- ζης και χορεύεις, όραμα θείο, | κ' είναι ως να ξέφυγες πάνω από ~ (id.) |
- | phys συγκοινωνούντα αγγεία communicating vessels
- ⓐ fig κακό or αισχρό ~ rascal, rogue, knave
- ② physiol ~ and usu pl αγγεία τα, vessels:
- αιμοφόρο ~ bloodvessel |
- τριχοειδές ~ capillary vessel |
- λεμφικό ~ lymphatic vessel
[fr MG ← K, AG ἀγγεῖον]
- ① piece of pottery, vase, pot, can (syn φορητό δοχείο):
- αγγειό [aŋɟó] το,
- ① container, usu kitchen pot (syn δοχείο πήλινο or χάλκινο):
- αγγειά της κουζίνας, ~ για το γάλα |
- phr πάρε τ' αγγειά σου και φύγε |
- prov το κακό ξίδι τ' ~ του χαλάει bad temper hurts the person himself, not others |
- γυναίκες είχανε μαζευτή με τ' αγγειά τους (Vlachoyiannis) |
- σπρώχνει τ' ~ με το νερό κατά τον άντρα της (id.) |
- poem άγγελε, μόνον στ' όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου |
- | στ' όνομ' Aυτού που σ' τα πλασε τ' ~ τς ερμιάς (= της ερημιάς) τα θέλει (Solom) |
- μπάσε ξανά τ' αγγειά· θα μπω στο σπίτι (Stavrou Ar)
- ⓐ fig casing, frame:
- poem τι μες στης σάρκας λαχταράν τ' άξιον ~ να μπούνε | ψυχές που η Aχερούσια τις θέριεψε σιγή (Sikel)
- ② chamber pot (syn καθίκι, κανάτι, κατουροκάνατο, ουροδοχείο):
- κακό ~ (iron. καλό ~)! what a rascal!
[fr MG αγγείον]
- ① container, usu kitchen pot (syn δοχείο πήλινο or χάλκινο):
- αγγειογραφία [aŋɟioγrafía] η,
- ① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
- τι γίνονται τα καλλιτεχνικά στοιχεία που έζησαν... μέσα... στην ~ των Eλλήνων; (Panagiotop)
- ② a vase painting:
- σε μια παλιά ~ παραστένεται ο Διόνυσος με το χορό των Σατύρων τριγύρω του (ELambridi) |
- οι ψυχές των πεθαμένων παριστάνονται σαν μικρά φτερωτά είδωλα σε πολλές αρχαίες αγγειογραφίες (KRomeos) |
- το σχέδιο..., οι... λεπτομέρειες, η πτύχωση ανακαλούν τις καλύτερες αγγειογραφίες του Eυφρονίου στα χρόνια του Kλεισθένους (SKarouzou)
- ③ med the study of the blood vessels of humans, angiography.
- ① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
- αγγειογράφος [aŋɟioγráfos] ο, η,
- vase painter, painter of pottery:
- σ' ένα γαμικό λέβητα... παράστησε ο ~ τα επαύλια, τη δεύτερη ημέρα του γάμου (SKarouzou) |
- εκτός από το κεφάλι με το μακρύ γένι του έδωσε και ανθρώπινα χέρια ο ~ (id.).
- vase painter, painter of pottery:
- αγγειοδιασταλτικός, -ή, -ό [aŋɟio∂iastaltikós] med
- affecting dilation of bloodvessels:
- αγγειοδιασταλτικα φάρμακα vasο-dilator drugs.
- affecting dilation of bloodvessels:
- αγγειοκινητικός, -ή, -ό [aŋɟiocinitikós] med
- vasomotor:
- αγγειοκινητικά νεύρα vaso nerves.
- vasomotor:
- αγγειολογία [aŋɟioloyía] η,
- ① anc art study of pottery
- ② anat study of the vessels of the human body, angiology
[fr K]
- αγγειοπλαστείο [aŋɟioplastío] το,
- potter's workshop, pottery; vase factory.
- αγγειοπλάστης [aŋɟioplástis] ο,
- potter (syn κανατάς, τσουκαλάς, σταμνάς):
- θα συστήσουμε και στους αγγειοπλάστες να είναι πιο ξέθαρροι στο γράψιμο ευχάριστων ρητών πάνω στα πήλινα είδη (Loukatos) |
- ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει το Θεό με αγγειοπλάστη που τον ένα τον κάνει σκεύος κοινό και τον άλλο "σκεύος εκλογής" (Papanoutsos).
- potter (syn κανατάς, τσουκαλάς, σταμνάς):
- αγγειοπλαστική [aŋɟioplasticí] η,
- potter's art, pottery, ceramic handicraft:
- έργα αγγειοπλαστικής |
- βυζαντινή ~
- ⓐ ceramic products, pottery (syn αγγεία) .
- potter's art, pottery, ceramic handicraft: