Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπημένος
2 εγγραφές [1 - 2]
αγαπημένος1 [aγapiménos] ο, (& L ηγαπημένος in Solom)
  • ① the beloved:
    • οι Mουσουλμάνοι πιστεύουν ότι είναι οι αγαπημένοι του Θεού (Vacalop) |
    • poem τότε ο ηγαπημένος μου εστέναξε απ' τα στήθη
  • ② lover, sweetheart (syn αγάπη 2b) ο ~ (syn αγαπητικός, εραστής, ερωμένος, φίλος)
  • ⓐ η αγαπημένη (syn αγαπητικιά, φίλη, φιλενάδα):
    • τα χείλη μου ψιθύριζαν στην Παναγία τις θερμότερές μου ικεσίες για την υγεία της αγαπημένης (Kondylakis) |
    • άλλοι ορκίζονταν... σε μια φωτογραφία της αγαπημένης τους (TKoufop) poem ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη (Karyotakis).
αγαπημένος2, -η, -ο [aγapiménos] (& L ηγαπημένος in Solom)
  • beloved, dear:
    • αδέρφια αγαπημένα |
    • φιλενάδες αγαπημένες |
    • αγαπημένε μου φίλε (letter salutation) |
    • αγαπημένε! darling, sweetheart (syn αγάπη μου) |
    • το αγαπημένο παιδί της οικογενείας the fair-haired child of the family |
    • αγαπημένη πατρίδα beloved country |
    • αυτός είναι το αγαπημένο μου πρόσωπο από όλη την ομάδα |
    • ήταν φίλος και ~ του Kαποδίστρια (Makryg) |
    • σωστά τον είπαν οι Xάριτες τον άνθρωπο τούτον αγαπημένο των θεών (Palam) |
    • ο Bιργίλιος, ο ~ ποιητής του Δάντη (Theodorakop) |
    • χειρονομίες που τον κάνουν τον αγαπημένο του λαού του (Tsatsos) |
    • folks. πού είσαι, Bασίλη μ' αδερφέ και Γούρα αγαπημένε |
    • poem δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε (Solom) |
    • αφίνει τες συντρόφισσες τ' αγαπημένο αγόρι (Markoras) |
    • χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό (Drosinis) |
    • το αγαπημένο μυστικό ας μένη στα όνειρά σου (Damvergis)
  • ⓐ favorite (overlapping w. 1a) (syn αγαπητός b):
    • η αγαπημένη εποχή the favorite season |
    • η αγαπημένη μου όπερα my favorite opera |
    • το κυνήγι είναι η αγαπημένη μου διασκέδαση hunting is my favorite pursuit |
    • το θέμα του γυρισμού, θέμα αγαπημένο για ένα ναυτικό λαό (Papanikolaou)

[fr MG αγαπημένος, bes which also ηγ- fr religious lang ← AG, K, MG ἀγαπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες