Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλακτία
1 εγγραφή
αγαλακτία [aγalaktía] η, (L) medic
  • agalactia, inability to produce milk after childbirth

[fr AG ἀγαλακτία want of milk ← ἀγάλακτος giving no milk]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες