Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγία
40 εγγραφές [1 - 10]
αγία [ayía] η, (& rare άγια) (woman)
  • saint:
    • η ~ να σε προστατεύη! |
    • ο Πίος B΄ ανακηρύσσει την Aικατερίνη άγια (Kanellop) Pius II proclaims Catherine a saint |
    • poem χαίρε της ερημίας των νησιών η Aγία (Elytis)
  • ⓐ ~ or αγιά in descriptive phrases and in loose cpds, saint, holy:
    • η αγιά Bαρβάρα, αγιά Eλένη, Aγιά Kυριακή

[f of άγιος2 q.v.]

Αγιά η, [ayá] geogr
  • town in Thessaly

[fr Aγιά Άννα]

άγια1 [áyia] (& [áya]) τα, eccl
  • ① the sacred gifts, the elements (bread and wine for the Eucharist):
    • ο παπάς βγάζει (βγάνει) τα ~ the priest carries the sacred gifts in procession |
    • βγήκαν τα ~
  • ② phr τα ~ των αγίων
  • ⓐ holy Communion:
    • poem είναι τα χέρια μου..., άξια...|... τα ~ των αγίων να κρατήσουν (Melissanthi)
  • ⓑ holy of holies, adytum
  • ⓒ region. τ' ~ των αγιών the feast of the Presentation of the Virgin Mary (21 Nov) (fr the phr εις τα ~ των αγίων often repeated in the chants during the service)

[fr PatrG]

άγια2 [áya] adv
  • fine, splendidly (syn λαμπρά):
    • ~ έκαμες που τον έδιωξες |
    • καλά και ~ ενέργησες |
    • καλά λοιπόν κι ~ (Vlami).
Αγία Γη [ayía yi] η, (L)
  • Holy Land (syn Άγιοι Tόποι) .
αγιάγκαθο [ayáŋgaθo] το, bot
  • blessed thistle, Cnicus benedictus (syn ασπράγκαθο, καλάγκαθο, καρδοσάντο, δοσάντο) .
Αγία Γραφή [ayía γrafí] η, Christ relig
  • Holy Scripture, Holy Writ, the Bible

[fr PatrG ἁγία γραφή]

αγία δωρεά [ayía ∂oreá] η, Christ relig
  • ① Communion:
    • με τη χρυσή κούπα της αγίας δωρεάς στα χέρια (Gryparis)
  • ② Cath Corpus Christi:
    • η εορτή της αγίας δωρεάς.
Αγία Έδρα [ayía é∂ra] η, (& Άγια Έδρα) [áya é∂ra] Cath Church
  • Holy See.
αγιάζι [ayázi] το,
  • ① night or morning cold; cold current of air (syn ψυχρός αέρας):
    • επάγωσα ολόκληρος από τ' ~ |
    • ξυλιάσαν τα χέρια μου από τ' ~ |
    • σύκα κρύα ακόμα από τ' ~ της νύχτας (Myriv) |
    • τ' ~ της νύχτας περουνιάζει τα κόκκαλα (AVlachos) |
    • μια μαύρη οχιά, παγωμένη ακόμη από το ~ της νύχτας (Lazaridis) |
    • poem ξύπνα, με περουνιάζει φαρμακερό τ' ~ (Malakasis) |
    • φυσάει πικρό τ' ~ | στο δρόμο |
    • απόγειο πιάνει (Agras) |
    • τα καρπούζια τρίζαν απ' το νύχτιο ~ (Ritsos) |
    • το ίδιο εσένα σε τρομάζει και το λιοπύρι και το ~ (Zevgoli)
  • ② frost, rime (syn δροσόπαγος, πάχνη):
    • τα λουλούδια τα 'καψε τ' ~ |
    • το ~ μας έκαψε τις τριανταφυλλιές |
    • ακούμπησα στην κουπαστή, βρεγμένη από τ' ~ |
    • folks. ο κρίνος έχει εννιά αδερφούς κι ανοίγουν με τ' ~ |
    • poem στου χωραφιού το χώμα το έτοιμο, | που ήπιε το ~ της αυγής (Skipis) |
    • να κόψη καλαμιές μέσ' από την καταχνιά ή να καρπίση με το ~ (Karantonis) |
    • ~ ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του! (Elytis) |
    • χιόνι κι ~ ρίχνει (MDimakis)

[fr Turk ayaz 'frost; dry cold']

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες