Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβράκωτος
1 εγγραφή
αβράκωτος, -η, -ο [avrákotos] region.
  • not having or wearing breeches or underpants (syn ξεβράκωτος):
    • οι αβράκωτοι the sans-culottes (extreme republicans during the French revolution).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες