Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβλεπίς
1 εγγραφή
αβλεπίς [avlepís] adv, region.
  • sight unseen:
    • το αγόρασε (άλλαξε) ~

[fr K ἀβλεπῶ 'not see']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες