Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αβγατίζω
1 item total
αβγατίζω [avγatízo] (sp. also αυγατίζω & αβγατώ)
:
  • το καλό ρύζι αβγατάει πολύ |
  • το μερτικό του αβγάτιζε (Kasdaglis) |
  • αβγάτισε το βιος του his wealth increased |
  • το χιλιάρικο θ' αβγατίση μετά είκοσι χρόνια (Psathas) |
  • ο πόλεμος αβγάτισε τώρα (Makryg) |
  • ο καημός του αβγάτιζε (Myriv)
  • ⓐ make progress:
    • η δουλειά αβγατάει, αν γίνεται με σύστημα
  • ① trans enlarge, multiply:
    • μου αβγάτισαν το μιστό |
    • να φροντίζης με κάθε τρόπο πώς ν' αβγατίσης το βιος σου (Palam) |
    • ο Άγιος Σώστης... του αβγατάει τα πράματα (SPanagiotop) |
    • οι λεκτικοί συνειρμοί... αβγατίζουν τη νοητική ανάπτυξη (Geros) |
    • folks. να μ' αβγατίσης την ταή σαρανταπέντε χούφτες |
    • το δρόμο τον αβγάτισα, | τη στάνη κοντοζύγωσα. s. αβγαταίνω

[fr MG εβγατίζω ← ἐγβατίζω: K ἐγβατός ← ἐκβ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go