Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαράρω
1 εγγραφή
αβαράρω [avaráro] (& βαράρω) aor
  • αβαβάρισα, naut shove off (syn κάνω αβάρα, kath απωθώ):
    • αβάρα! (command) shove off! |
    • αβάρα αποδώ go away, fast! |
    • αβαράρισε τη βάρκα να μη χτυπήση το καράβι |
    • | intr μπαίνουνε στις βάρκες... κι αβαράρουν (Myriv) |
    • η φελούκα αβαράρισε κ' έφυγε σιγά σιγά (KRados)

[fr It varare 'launch'; imper αβάρα fr It imper vara]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες