Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαγιανός
1 εγγραφή
αβαγιανός [avayanós] ο, (Lesbos & lit)
  • lavender (syn λεβάντα, dial βαγιά):
    • τα στολίζουνε (sc τα μοναστήρια) με μυρσίνες, με δάφνες και με αβαγιανούς (Kontoglou) |
    • το χρυσό κουβούκλι του επιτάφιου, χωμένο στους αβαγιανούς και στις βιόλες (Myriv) |
    • poem στ' αλήθεια ο άνεμος γονατίζει... | ν' αποθέση στα πόδια της Θεοτόκου ένα μάτσο από αβαγιανό και θυμάρι; (PKrinaios)

[fr *βαγιανός, der of βαγιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες