Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αβάς
17 items total [1 - 10]
αβάς [avás] ο, (sp. also αββάς)
  • prior of a monastery of the western churches, abbot (of an abbey) (equiv to ηγούμενος of the eastern churches):
    • γάλλος ~ του 18ου αιώνα a French abbot of the 18th c. (Melas); also (Cath) parish priest or pastor

[MG αββάς 'id.' fr K ἀββᾶς, in pap also ἀβᾶς, fr ἀββᾶ, ← Aram abba- 'father']

αβασάνιστα [avasánista] adv
  • ① without torture; without cares (syn αταλαιπώρητα):
    • ζη or περνάει ~
  • ② in lit, without (careful) examination, without scrutiny (syn ανεξέλεγκτα):
    • ~ μεταχειρίζουνται νεωτεριστικά στοιχεία και νοήματα (Karantonis) |
    • (την αποστροφή προς την ύλη) τόσο ~ συχνά αποδίδουν στο χριστιανισμό (Tatakis) |
    • τη ρητή προτροπή του δασκάλου προς τους μαθητές να μη δεχτούν ~ τις υποθέσεις του (Papanoutsos) |
    • μια τέτοια εξήγηση, που δόθηκε βιαστικά κι ~ από πολλούς δείχνει μόνον επιπολαιότητα στις εκτιμήσεις (Terzakis).
αβασάνιστο [avasánisto] το,
  • lack of scrutiny:
    • εξήγησε το ~ της γνώμης μου από τη νεότητά μου κι από την απειρία μου (Palam).
αβασάνιστος, -η, -ο [avasánistos]
  • ① not having suffered torments or cares, untormented (syn αταλαιπώρητος, ant βασανισμένος)
  • ② unexamined, unscrutinized, not well thought out, impromptu (syn ανεξέλεγκτος, ανεξέταστος, ant εξελεγμένος):
    • έτοιμες κι αβασάνιστες ιδέες (Theotokas) |
    • τίποτε δεν επιτρέπεται να προσφέρεται αβασάνιστο και ατεκμηρίωτο (IPanayotop) |
    • αβασάνιστο δόγμα (Tatakis) |
    • ο επιμερισμός των ευθυνών γίνεται με τρόπο αβασάνιστο, αυθαίρετο, παράλογο (Terzakis) |
    • αβασάνιστες έννοιες της κοινής αντίληψης των πραγμάτων (Papanoutsos).
αβασίλευτος, -η, -ο [avasíleftos]
  • ① (L) not ruled by a king, without a monarch:
    • αβασίλευτη (L αβασίλευτος) δημοκρατία constitutional democracy w. the head of state being a president, not king, republic (ant βασιλευομένη δημοκρατία)
  • ② not having set, of sun, noon, stars:
    • ο ήλιος ήταν ~ ακόμα the sun had not set yet |
    • phr ~ ο ήλιος (independent nominal phrase equiv to adv) before sunset |
    • ήρθε ~ ο ήλιος |
    • αβασίλευτο φεγγάρι |
    • poem και μες στον άδη, για ιδές, | όλο τον ήλιο αβασίλευτο | μέσα μου κλειώ (Palam) |
    • επάνω | στο μέτωπό σου φως νοερό σαν αβασίλευτο άστρο (id.) |
    • ο νους σου ως ~ φεγγίζει γαλαξίας (KKaravidas)
  • ⓐ unending, of day, night, light etc:
    • poem θα περιμένω εσέ, στου απείρου | την αβασίλευτην ημέρα (Malakasis) |
    • φως νοερό αβασίλευτο, φέγγε μου πάντα, | χερουβική Mιράντα (Palam) |
    • νησί, | αβασίλευτη στο πέλαο δόξα (Sikel) |
    • αυτή την όμορφη ζωή... | πόχει αβασίλευτη χαρά κι αγέραστη έχει νιότη (Athanas) |
    • στ' αβασίλευτα | σκοτάδια του χαμού (Vlachoyannis)
  • ⓑ not shut, wide open, of the deceased's eyes:
    • poem όσο που τ' αβασίλευτα τα μάτια να σφαλίση till it shuts the wide open eyes (Palam).
αβάσιμος, -η, -ο [avásimos]
  • without foundation, unfounded, groundless, unsubstantial, unsubstantiated (syn αστήρικτος, αδικαιολόγητος, ανυπόστατος):
    • αβάσιμη είδηση, αβάσιμη πληροφορία |
    • αβάσιμη άποψη, αβάσιμη εκδοχή |
    • αβάσιμο επιχείρημα |
    • αβάσιμη υπόθεση unfounded supposition; αβάσιμες υποθέσεις unfounded allegations |
    • αβάσιμα παράπονα unsubstantial, frivolous complaint |
    • άδικη κι αβάσιμη κατηγορία unfounded charges |
    • αβάσιμες επικρίσεις unfounded criticisms |
    • αβάσιμες φήμες unfounded rumors |
    • αβάσιμη διεκδίκηση arrogation; ~ ισχυρισμός unfounded contention; arrogation |
    • prose |
    • στηλιτεύει τις αβάσιμες κ' επικίνδυνες... διαδόσεις (Terzakis) |
    • η εντύπωσή σου αυτή... δεν μπορεί να είναι αβάσιμη (Palam) |
    • ~ υπαινιγμός (Chourmouzios) |
    • θα ήταν αβάσιμο να ισχυριστή κανείς πως it would be without foundation for one to contend that (Christidis).
αβάσιστα [avásista] adv
  • w. no support.
αβάσιστος, -η, -ο [avásistos]
  • groundless, unsupportable (syn αστήριχτος, αβάσιμος) αβάσιστα λόγια.
αβασκαίνω s. βασκαίνω.
αβάσκαντος, -η, -ο [aváskandos]
  • unaffected by the evil eye (syn αμάτιαστος):
    • είναι ~ γιατί έχει φυλαχτό απάνω του |
    • είναι έξυπνο και γνωστικό τ' αβάσκαντο! the boy is clever and wise, may he not be affected by the evil eye! (Vlachoyannis) |
    • poem χαρά στον ερωτόκριτο, τον άξιο αρχούλη | που σέρνει αγάπες πίσω του κοπάδια | με τα γλυκά τραγούδια του και το σουραύλι | και με τ' αβάσκαντα γλυκά του μάτια (Gryparis)

[fr K ἀβάσκαντος: βασκαίνω]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go