Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίλουρος [éluros] ο, zoo
- wildcat, i.e. a feral small-sized cat, as a feral Felis domesticus or a Felis silvestris (syn αγριόγατος):
- λυγερή, ευκίνητη σαν ~, γεμάτη ελατήρια (Myriv) |
- χύθηκε πάνω μου με πήδημα αιλούρου (Kanellis) |
- poem το μαύρον αίλουρο, το βελουδένιο πάνθηρα | που έρχεται πάντα | μέσ' απ' το ξενιτεμένο βράδυ (Decavalles)
[fr AG αλουρος]
- wildcat, i.e. a feral small-sized cat, as a feral Felis domesticus or a Felis silvestris (syn αγριόγατος):