Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αήθης
1 εγγραφή
αήθης, -ης, -ες [aíθis] (L)
  • unusual, odd (syn ασυνήθης):
    • ~ επίθεση

[fr kath ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες