Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχραντος
1 εγγραφή
άχραντος, -η, -ο [áxrandos] (L)
  • ① unblemished, unsoiled, unsullied, immaculate, clean (syn ακηλίδωτος 1, άσπιλος 1, near-syn πεντακάθαρος):
    • ~ κρίνος, πάγος |
    • ~ λόγος |
    • άχραντη γαλήνη, γοητεία, ερημιά, σιωπή, χαρά |
    • ω! να μπορούσανε να ξαναγεννηθούνε .. μέσα σε όλη τους την άχραντη λευκότητα (Palam) |
    • σα να 'πεσε ένας σκούρος, μεγάλος λεκές στο άχραντο φόρεμα της βασίλισσας (Panagiotop) |
    • μας πρόσφεραν την άχραντη και καθάρια γεύση της ποίησης (id.) |
    • δεν είναι μόνο ωραίος ο γλάρος με κείνο τον άχραντο λευκό λαιμό και τη χιονάτη κοιλιά, μα κι ωραιοπαθής μαζί (Zappas) |
    • poem κι ήρθες τότε εσύ | γυμνή | άσπιλη σ' άχραντο φως | της μελλοθάνατης εσπέρας (DDimitriadis)
  • ② not morally corrupted or defiled, immaculate, pure, chaste (syn αγνός 1, αμίαντος 2, αμόλυντος 2, άμωμος2, άσπιλος 3):
    • η άχραντη Παναγία |
    • άχραντη αγάπη, ζωή, ομορφιά, παρθενιά, ψυχή |
    • άχραντο κορίτσι |
    • άχραντο ιερό, πάθος, σύμβολο |
    • άχραντα μυστήρια Christ rel holy sacraments (syn κοινωνία, μετάληψη) |
    • να κοινωνήσω τ' άχραντο σώμα και αίμα σου, Xριστέ μου (Bastias) |
    • αφήνει το δήμιο να μπήξει τα καρφιά στ' άχραντα μέλη του (Moskovis) |
    • ο σύζυγος, που τη θέλει άχραντη, τη θέλει συγχρόνως και με κάποια θηλυκότητα στην έκφραση (Palaiologos) |
    • poem .. μαζί γειρτοί φιλούμε | τ' άχραντα ενός πόνου πόδια, σταυρωμένου, μυστικού (Palam)

[fr kath άχραντος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες