Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άχθος [áxθos] το, (L)
- burden, encumbrance (syn βάρος, φορτίο):
- ~ αρούρης L phr burden upon the earth, worthless person |
- με τη μηχανή λυτρώνεται ο άνθρωπος από το ~ της εξουθενωτικής χειρωνακτικής εργασίας (Despotop, adapted) |
- εύχονται να έλθουν έτσι τα πράγματα, ώστε .. να απαλλαγούν οι ίδοι από το ~ της ελευθερίας των (Tsatsos)
[fr kath άχθος ← MG ← K (also pap), AG]
- burden, encumbrance (syn βάρος, φορτίο):