Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: άχθος
1 item total
άχθος [áxθos] το, (L)
  • burden, encumbrance (syn βάρος, φορτίο):
    • ~ αρούρης L phr burden upon the earth, worthless person |
    • με τη μηχανή λυτρώνεται ο άνθρωπος από το ~ της εξουθενωτικής χειρωνακτικής εργασίας (Despotop, adapted) |
    • εύχονται να έλθουν έτσι τα πράγματα, ώστε .. να απαλλαγούν οι ίδοι από το ~ της ελευθερίας των (Tsatsos)

[fr kath άχθος ← MG ← K (also pap), AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go