Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: άτεγκτος
1 item total
άτεγκτος, -η, -ο [áteŋgtos] (L) (& D άτεχτος)
  • ① inflexible, unbending, rigid, stiff (syn άκαμπτος 1, αλύγιστος2 1):
    • το κρύο ατσάλι .. μάχονταν να ξαναβρεί το άτεγκτο σχήμα του, το σκληρό (Grigoris)
  • ② fig firm, strict, stern, rigorous (syn αλύγιστος2 2, αμείλικτος 2, αυστηρός):
    • ~ |
    • ~ κανόνας, ορθολογισμός |
    • άτεγκτη κατάκριση, λογική, ορθοδοξία, τεχνοτροπία, υπακοή |
    • άτεγκτη κοινωνική ηθική |
    • δογματικά άτεγκτες αρχές |
    • έκαμε το ήθος των πρωτοπόρων του καπιταλισμού ακόμα πιο άτεγκτο, ασκητικό και αδίστακτο (Kanellop) |
    • περιορίζει την άτεγκτη εφαρμογή του άριστου κοινωνικού συστήματος .. σε μια κατηγορία πολιτών (Despotop)
  • ⓐ inflexible, unshakable, unyielding, adamant (syn άκαμπτος 2, ανένδοτος 1, ανυποχώρητος):
    • άτεγκτη αρετή |
    • πήρε άτεγκτη απόφαση |
    • αν αναλάβουν να διορθώσουν την αδικία, δεν πρέπει να φανούμε άτεγκτοι |
    • μαχητική και άτεγκτη προάσπιση των ελευθέρων θεσμών (Athanas) |
    • ο ~ χαρακτήρας της .. δε δέχτηκε κανέναν συμβιβασμό (Louros) |
    • έβλεπαν με κάποιο δέος την άτεγκτη υπηρεσιακή του στάση (Xydis)
  • ③ implacable, uncompassionate, ruthless, harsh (syn αδυσώπητος, αλύπητος 2, αμείλικτος 1, άσπλαχνος):
    • ~ |
    • άτεγκτη αναγκαιότητα, ειμαρμένη, πραγματικότητα |
    • οπισθοδρομικό και άτεγκτο καθεστώς |
    • ο Λογιόλα .. συνδέεται με την άτεγκτη και σκληρή Iερή Eξέταση (Papatsonis) |
    • λες και τον κυνηγούσε η συνείδησή του, άτεχνη Eρινύα (Proussis)

[fr kath άτεγκτος ← PatrG, K (also pap), AG ἄτεγκτος, cpd w. τεγκτός 'capable of being softened in water' (: τέγγω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go