Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσφαιρος
1 εγγραφή
άσφαιρος, -η, -ο [ásferos] (L)
  • ① not involving live ammunition, using blanks:
    • ~ |
    • άσφαιρη βολή, γόμωση |
    • άσφαιρο φυσίγγιο (syn άσφαιρο) |
    • πυροβόλησε με άσφαιρα πυρά κοντά στη βασίλισσα |
    • αρχίζουν να οδεύουν προς αυτούς ρίχνοντας κάθε τόσο άσφαιρες τουφεκιές (Ouranis) |
    • μονομαχούν με άσφαιρα πιστόλια (Papanoutsos) |
    • πρόσταξε να ρίξουν μια άσφαιρη κανονιά από το Πετροπαβλόφσκ (Panagiotop)
  • ② fig lacking punch, ineffective, harmless, innocuous:
    • ~ |
    • άσφαιρο θεατρικό ντοκουμέντο |
    • βάλλει με άσφαιρα πυρά εναντίον της επισπεύσεως της συμφωνίας

[fr kath (neol: Koumanoudis) άσφαιρος, cpd w. σφαίρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες