Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσος [ásos] ο, (sp. also άσσος) pl άσοι & ασαίοι οι,
- ① ace, one (usu at cards, dice, dominoes):
- ~σπαθί ace of clubs |
- έφερε άσους he threw snake eyes |
- πήρε άσο στα μαθηματικά he got the lowest possible grade in math (syn πήρε μονάδα) |
- poem .. έχει ρίξει | δύο άσους και τεσσάρι ο Aχιλλέας (Stavrou Ar)
- ⓐ cardplaying or dicing (syn χαρτιά, L χαρτοπαιξία; ζάρια):
- έχασε όλα του τα λεφτά στον άσο
- ⓑ phr μένω στον άσο become impoverished (syn phr μένω απένταρος)
- ② decisive argument or move, trump card, clincher (syn ατού):
- ψυχραμένη αυτήνη όλη η συντροφιά μ' εμένα, ότι δεν τους άφησα τότε εις την Συνέλεψη να παίξουν τον άσο τους (Makryg)
- ③ fig ace, champion, expert (near-syn μάνα, μάστορας):
- ~του βολάν ace racing driver |
- ~στην αεροπορία flying ace |
- ~ της επιστήμης, της σκηνής |
- ~ στη ζαχαροπλαστική |
- ~ στο μπιλιάρδο, στο πήδημα |
- ~ αεροπόρος ace flyer (pilot) |
- είναι ~ στα ψέματα he is an expert liar |
- η ομάδα αυτή τροφοδότησε την εθνική με τους άσους της |
- ο ~ των διπλωματών, ο Tαλεϋράνδος, περνούσε τις ώρες του παίζοντας χαρτιά (Evelpidis) |
- ο ~ των σαμποτέρ σκοτώθηκε (ChZalokostas) |
- έχει γίνει ~ στην τεχνική αυτή, .. που τη χρησιμοποιεί με μαεστρία (Chatzinis)
[fr postmed (Somavera) άσος ← It asso 'one single, one' (15th c.) ← Lat as (assis) 'unit, unity, one'; Fr as (12th c.) in game of dice]
- ① ace, one (usu at cards, dice, dominoes):