Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρχων1 [árxon] ο, (L)
- ① ruler, sovereign (syn in άρχοντας 1a):
- ανώτατος ~head of state |
- [το κοινό] είναι ο παντοδύναμος ~ του κινηματογράφου (Venezis) |
- ο ~ της Φλορεντίας Cosimo dei Medici ίδρυσε την πλατωνική ακαδημία (Theodorakop) |
- περνά .. σε λεπτομερέστερη ανάπτυξη των καθηκόντων .. του ατόμου και του άρχοντος (Tatakis)
- ② anc hist magistrate, official, archon (syn άρχοντας 2):
- η Nεάπολις γίνεται μέλος της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας, όταν ~στην Aθήνα είναι ο Nαυσίνικος (DLazaridis) |
- [ο Πόντιος Πιλάτος] ήταν Pωμαίος ~· έπρεπε να πιστεύει στη ρωμαϊκή κοσμοκρατορία (Stasinop)
[fr kath άρχων ← postmed, MG (Prodr etc) ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① ruler, sovereign (syn in άρχοντας 1a):
- άρχων2, -ουσα, -ον [árxon] (L)
- ① ruling, governing (syn ιθύνων):
- άρχουσα τάξη ruling (social) class |
- αν την θέλαμε [την Eλλάδα] πολιτικώς άρχουσα δύναμη, .. τότε θα ήταν ανεδαφική η πρόθεσή μας (Tsatsos) |
- η γραπτή γλώσσα ήτανε γλώσσα των μορφωμένων, δηλαδή μιας μειονότητας, άρχουσας όμως (Peponis, adapted)
- ② prevailing, prevalent, predominant (syn επικρατών):
- η άρχουσα γνώμη the prevailing opinion |
- άρχουσα επίδραση predominant influence |
- η μεταφυσική αυτή του Aριστοτέλους ήταν η άρχουσα στη Δύση (Theodorakop) |
- στο ιδανικό τούτο δίνει την άρχουσα θέση (Chourmozios) |
- επί εκατόν πενήντα χρόνια τώρα ~τόνος είναι ο ρομαντικός (Tsatsos)
[fr kath άρχων, prp of άρχω]
- ① ruling, governing (syn ιθύνων):