Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρτι
27 εγγραφές [1 - 10]
άρτι [árti] adv (L)
  • a short while ago, newly, lately, recently (syn μόλις, πρόσφατα, τελευταία):
    • ~αφιχθέντα εμπορεύματα (syn νεοαφιχθέντα εμπορεύματα) |
    • βιβλίο ~ εκδοθέν (syn νεοεκδοθέν βιβλίο)

[fr kath άρτι ← postmed, MG ← K (also pap), AG ἄρτι]

αρτι- [arti] pref (L)
  • recently, newly, new (syn νεο-):
    • αρτιγέννητος, αρτισύστατος, αρτιφανής etc.
άρτια [ártia] adv (L)
  • properly, perfectly, fully, completely (syn αρτίως, near-syn σωστά, τέλεια):
    • αναπτύσσεται, ζει ~ |
    • ~ ειδικευμένος, εκπαιδευμένος, μορφωμένος, οπλισμένος, ρυθμισμένος |
    • ~ εξοπλισμένο νοσοκομείο |
    • ~ συγκροτημένο εκπαιδευτικό σύστημα |
    • να αξιοποιηθούν ~ οι δυνάμεις της τεχνικής |
    • τα πρόσωπα του έργου αποδόθηκαν ~ από τους ηθοποιούς |
    • γυρεύουν να εκπληρώσουν ~ τον προορισμό τους (Palam) |
    • ξεκινούν για τη ζωή με ~ ισορροπημένες τις ψυχικές τους δυνάμεις (Tsatsos) |
    • η έμπνευση του καλλιτέχνη είναι ελεύθερη να διαλέξει τον τύπο, που θα την εκφράσει αρτιότερα (Papanoutsos) |
    • το ζήτημα υπάρχει .. ακόμη και όπου οι μηχανογραφικές υπηρεσίες είναι αρτιότατα οργανωμένες (Panagiotop)

[fr K, AG ἄρτια, der of ἄρτιος]

αρτιγέννητο [artiyénito] το, (L)
  • newborn individual (syn νεογέννητο):
    • μοιράζει πάνω στις κούνιες των αρτιγέννητων τα δώρα (Terzakis)

[substantiv. n of αρτιγέννητος]

αρτιγέννητος, -η, -ο [artiyénitos] (L)
  • ① newborn (syn νεογέννητος):
    • αρτιγέννητο άρρεν τέκνο
  • ② fig recently come into existence (syn νεογέννητος):
    • αρτιγέννητα προβλήματα |
    • θα προστατεύσομε την αρτιγέννητη δημοκρατία |
    • περπατούσα .. με το κεφάλι πιο σηκωμένο και με το αρτιγέννητο μουστάκι .. στριμμένο αλά Kάιζερ (Xenop) |
    • το κεφάλαιο αυτό, το πιο αρτιγέννητο της λογοτεχνίας μας (sc η ταξιδιωτική πεζογραφία) είναι κιόλας πλήρες (Diktaios) |
    • θα οδηγήσει σε ποιοτικές ενέργειες την αρτιγέννητη τότε Ένωση των Συντακτών (Diomatari)

[fr kath αρτιγέννητος ← K ἀρτιγέννητος, cpd w. γεννητός]

αρτιγλιέρης [artiγljéris] ο, obs
  • artilleryman (syn κανονιέρης, L πυροβολητής):
    • ήτανε κι αυτός ~στις λουμπάρδες της Bενετιάς (Petsalis)

[fr It artigliere]

αρτιγλιερία [artiγljería] η, (& αρτιλερία) obs
  • artillery (syn L πυροβολικό):
    • έπαψε η ~να σφυροκοπάει απ' την αυγή το Kάστρο (Petsalis)

[fr It artiglieria; cf postmed αρτιλαρία, αρτιλερία, αρτελαρία etc]

αρτίζω s. αρταίνω.
αρτιμέλεια [artimélia] η, (L)
  • quality of having an able body, soundness of limb (ant αναπηρία 1a):
    • σωματική ~

[fr kath (neol Koumanoudis) αρτιμέλεια, der of αρτιμελής]

αρτιμελής, -ής, -ές [artimelís] (L)
  • ① sound of limb, able-bodied (ant ανάπηρος2 1):
    • οι γαύροι .. διατηρούν το κεφάλι τους μέχρι τέλους· τερματίζουν τη ζωή τους αρτιμελείς (Potamianos) |
    • ένας άνδρας, που δεν είναι σακατεμένος αλλ' ~, είναι ακατανόητο να μην μπορεί να βγάλει το ψωμί του (Melas) |
    • αυτό το γεράκι .. είναι αρτιμελέστατο, γερό κι ελεύθερο πουλί (id.)
  • ② fig having all one's parts, in one's entirety, entire, whole, complete (ant λειψός):
    • περίμενα .. νά 'ρθει το συγκρότημα αρτιμελές, να μη το σκάσει κανείς την τελευταία στιγμή (Stratou)

[fr kath αρτιμελής ← MG (4th c.) ← K, AG (Plato) ἀρτιμελής, cpd of ἄρτιος & μέλος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες