Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρθρο
12 εγγραφές [1 - 10]
άρθρο [árθro] το, (L)
  • ① anat joint (syn άρθρωση, κλείδωση)
  • ⓐ physiol part of member of plant or insect between two joints
  • ② law etc subdivision, section, article (near-syn παράγραφος):
    • ~του κανονισμού, του καταστατικού, του νόμου, της συνθήκης |
    • το πρώτο ~ του συντάγματος καθορίζει το πολίτευμα της χώρας
  • ⓑ clause, stature, stipulation (near-syn όρος):
    • ~του προεκλογικού προγράμματος plank in the election campaign platform |
    • ενέργησε αντίθετα με τα άρθρα της συμφωνίας he acted contrary to the provisions of the agreement
  • ⓒ account. subdivision or section of account:
    • τα άρθρα του προϋπολογισμού
  • ⓓ account. item or entry in journal
  • ③ gramm article:
    • αόριστο ~indefinite article |
    • οριστικό ~ definite article
  • ⓔ lexicogr entry, lemma (syn λήμμα)
  • ④ journ etc article, essay:
    • εκλαϊκευτικό, επιστημονικό, ιστορικό, οικονομικό, φιλολογικό ~ |
    • κύριο ~ (εφημερίδας) lead (article) or editorial |
    • από το πρώτο φύλλο της Kαθημερινής άρχισε μια σειρά άρθρων μου, που διαβαζόταν μ' ενδιαφέρον (Xenop)
  • ⑤ phr ~πίστεως relig fundamental tenet of one's religion, article of faith
  • ⓕ fig strongly held belief or opinion, credo (syn το πιστεύω):
    • η ισότητα των δύο φύλων αποτελεί για μας ~πίστεως
  • ⑥ archit frieze, cornice (syn διάζωμα)

[fr kath άρθρον ← postmed (Somavera), MG ← K (also pap), AG ἄρθρον]

αρθρογράφημα [arθroγráfima] το, (L) journ
  • newspaper or magazine article (syn άρθρο 4):
    • το ~του δείνα διαβάστηκε από πολλούς

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογράφημα, der of αρθρογραφώ]

αρθρογραφία [arθroγrafía] η, (L) journ
  • writing of columns, editorial writing:
    • κριτική, πολιτική ~ |
    • ας μη νομιστεί ότι η ~ εκείνου του καιρού ήταν λιγότερο οξεία (Athanasiadis-N) |
    • ο Παλαμάς κατορθώνει την ~ να τη μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο (Chourmouzios)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογραφία, der of αρθρογράφος]

αρθρογραφικά [arθroγrafiká] adv, (L) journ
  • by means of or through newspaper articles or editorials:
    • ο γράφων δεν ευνοεί καμιά παράταξη ~

[neol, der of αρθρογραφικός; cf kath (neol Koumanoudis) αρθογραφικώς]

αρθρογραφικός, -ή, -ό [arθroγrafikós] (L) journ
  • pertaining or similar to newspaper articles or editorials:
    • αρθρογραφική ειδησεογραφία, αρθρογραφικό ύφος |
    • θέλει .. να δίνει διέξοδο στην αρθρογραφική του διάθεση (Palaiologos) |
    • επεκτείνονται προς έναν πολιτικό λόγο με αρθρογραφικούς τόνους (Argyriou)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογραφικός, der of αρθρογράφος]

αρθρογράφος [arθroγráfos] ο, η, (L) journ
  • columnist, editorialist:
    • οικονομικός, πολιτικός, στρατιωτικός ~ |
    • η ~που ασχολείται με τα οικονομικά

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογράφος, cpd w. combin form -γράφος (: γράφω)]

αρθρογραφώ [arθroγrafό] αρθρογραφεί, ipf αρθρογραφούσα, aor αρθρογράφησα (subj αρθρογραφήσω), (L) journ
  • write articles or editorials in newspapers or magazines, editorialize:
    • οι ιεράρχες κηρύσσουν και αρθρογραφούν σε μια δειλή δημοτική (Tsatsos) |
    • γνωρίζαμ' εμείς πού τύπωναν τα φύλλα τους και ποιοι αρθρογραφούσαν (ChZalokostas) |
    • αφήνει στη μέση την ιστορία, για ν' αρθρογραφήσει (Melas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθογραφώ, der of αρθρογράφος]

αρθροθυλακίτιδα [arθroθilacíti∂a] η, (L) med
  • inflammation of a bursa, bursitis, synovitis (syn θυλακίτιδα)

[fr kath (neol) αρθροθυλακίτις, der of kath (neol Koumanoudis) αρθροθύλακος]

αρθροκλόπος [arθroklόpos] ο, (L) journ
  • plagiarist of newspaper or magazine articles (near-syn λογοκλόπος)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθροκλόπος, cpd w. combin form -κλόπος; cf βουκλόπος, γαμοκλόπος, κυνοκλόπος etc]

αρθρολογία [arθroloyía] η, (L) anat
  • scientific study of joints, arthrology

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρολογία, cpd w. -λογία; cf ISV arthrology]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες