Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπονος
2 εγγραφές [1 - 2]
άπονος1 [áponos] ο,
  • heartless or cruel person (near-syn ανελέητος1):
    • το κακόμοιρο το σκυλί· το είπαν και το 'καμαν οι άπονοι (Lykoudis)

[substantiv. m of άπονος2]

άπονος2, -η, -ο [áponos]
  • ① trouble-free, effortless, easy (syn άκοπος2):
    • θα περάσει μια ζωή ήρεμη, άπονη, ευτυχισμένη (Kakridis, adapted)
  • ② heartless, pitiless, unfeeling, cruel (syn αλύπητος 2):
    • ~ κόσμος |
    • άπονη μάνα, μητριά, μοίρα |
    • άπονη γη, ερημιά |
    • άπονη αγάπη, ζωή, καρδιά, χαρά |
    • απεδώ πέρασε ο άγιος και ~ ο θεός του πολέμου (Papanoutsos) |
    • κάνω πως δεν καταλαβαίνω τ' άπονα λόγια, που μου λέγουν (Prevelakis) |
    • ο ήλιος χτύπαγε ~ (Valtinos) |
    • το σκοτάδι μάς τύλιγε μέσα του άπονο, αλύπητο, ξένο (Chatzianagnostou) |
    • poem κ' η άπονη η πέτρα και τα κόκκαλα και το διπλό το νεύρο | τού θρυμματίζει .. (Homer Il 4.521 Kaz-Kakr) |
    • .. βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα .. (Solom) |
    • .. αγνάντια του με φρίκη | ξανοίγει τ' άπονα θεριά .. (Markoras)

[fr postmed, MG άπονος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες