Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπνους
1 εγγραφή
άπνους [ápnus] ο, η, (L)
  • breathless, lifeless, dead (syn άπνοος 2b):
    • poem την ξάπλωσαν άπνου στο φορείο (Denegris)

[fr kath άπνους ← MG (Prod etc; Kriaras' Lex) ← PatrG, K ← ἄπνους, ἄπνοος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες