Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπλυτος
2 εγγραφές [1 - 2]
άπλυτος1 [áplitos] Ô,
  • unwashed or dirty person (ant ο πλυμένος):
    • μην πεις ότι μεγάλη ιδέα είναι να ντύσουμε τους γυμνούς, να πλύνουμε τους άπλυτους, να χορτάσουμε τους νηστικούς (Palaiologos) |
    • αυτός ο ~ μυρίζει σαν ψοφίμι! (KPolitis, adapted) |
    • folks. να κάμουν ώριο ποταμό, να πάει στον κάτω κόσμο, | για να πλυθούν οι άπλυτοι, να πιουν οι διψασμένοι (DPetrop)

[substantiv. m of άπλυτος2]

άπλυτος2, -η, -ο [áplitos]
  • not cleaned, unwashed, dirty, filthy (syn ακάθαρτος 1, βρώμικος, for persons άλουστος, άνιφτος, ant πλυμένος):
    • άπλυτο δέρμα |
    • άπλυτα πόδια, ρούχα, φλιτζάνια, χέρια |
    • ξυπόλυτα κι άπλυτα παιδιά |
    • η έγνοια μου ήταν στις κάλτσες, που το καλό ζευγάρι έμεινο άπλυτο (Tsirkas) |
    • η μάνα γυρόφερνε αχτένιστη, άπλυτη (Koumantareas) |
    • ο αέρας μύριζε κρασί, βαριά χνότα και άπλυτους πολεμιστές (Roufos) |
    • τρώγαμε φρούτα απ' το ίδιο μαντηλάκι που ήταν πάντα τόσο άπλυτο! (Lountemis) |
    • poem με άπλυτα χέρια ακόμα σκιάζομαι στο Δία κρασί φλογάτο | να στάξω· (Homer Il 6.266 Kaz-Kakr) |
    • δε λυπάσαι το μωράκι | που είν' άπλυτο κι αβύζαχτο έξι μέρες; (Stavrou Ar)

[fr postmed (Somavera) άπλυτος ← PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες