Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνοιωθος, -η, -ο [ánjoθos]
- ① pass not being felt, unintelligible:
- ~ θάνατος death not felt by the dying person |
- σε κάθε γωνιά με το μάτι διακρίνω τι ~ λογισμός μισοτρέμει κι από τ' απόκρυφα κάτω πάει ν' ανεβεί ίσια με τ' απάνω (Psichari)
- ② act. not understanding, uncomprehending:
- το παιδάκι είναι άνοιωθο ακόμα
[cpd of α- & νοιώθω]
- ① pass not being felt, unintelligible: