Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνθρωπος
9 εγγραφές [1 - 9]
άνθρωπος [ánθropos] ο, gen ανθρώπου, pl άνθρωποι & ανθρώποι (& rare άθρωπος)
  • ① homo, man:
    • ~ νεαντερθάλιος, μαγδαληναίος |
    • σκεπτόμενος ~ homo sapiens |
    • το ζώο ~
  • ② human being, person:
    • ~ άδικος, άτιμος, δίκαιος, τίμιος |
    • νέοι άνθρωποι |
    • μικροί άνθρωποι dishonorable, mean persons |
    • άνθρωποι της κρεμάλας base, low individuals |
    • είναι δύσκολο να γνωρίσει κανείς τον άνθρωπο |
    • χωρίς ελευθερία δεν λέγεσαι ~ |
    • prov ~ αγράμματος ξύλο απελέκητο |
    • ο ~ ξέρει τη δύναμή του και την εξουσιάζει (Prevelakis) |
    • ο ~ είναι κατά τον Kirkegaard μια σύνθεση από αιωνιότητα και χρονικότητα (Theodorakop) |
    • η μόνη σταθερή σχετικά αξία στην ιστορία θεωρείται ο ~ (Evelpidis) |
    • κανένας λαός δεν επίστεψε τόσο στον άνθρωπο όσο ο αρχαίος ελληνικός (Kakridis) |
    • η λογοτεχνία στηρίχθηκε πάντα στον άνθρωπο, άντλησε πάντοτε από τον άνθρωπο (Chatzinis) |
    • poem κ' εκείνη αποκοιμήθηκε βαθειά | και δεν τη βλέπει ανθρώπου μάτι (Papadiam) |
    • .. και συμβουλές ζητούσε | στου βασιλείου τις υποθέσεις πάντα | από ανθρώπους σοβαρούς κ' εμπείρους (Kavafis)
  • ⓐ mortal, human (contrasted to Θεός):
    • αυτό δεν το συγχωρεί ούτε θεός ούτε ~ |
    • κ' εγώ έκαμα λάθη και κάνω· ~ είμαι (Makryg) |
    • μην ξεχνάς πως είσαι ~, έλεγε κάποιος υπηρέτης κάθε μέρα στον Φίλιππο (ChZalokostas)
  • ⓑ anyone, a soul (in negative clauses) (syn κανείς, ψυχή):
    • δεν υπάρχει ~ |
    • δεν χωρεί ~ να κινηθεί εδώ μέσα
  • ③ collectively, sg or pl human beings, the human race, mankind:
    • οι άνθρωποι είναι θνητοί |
    • η καταγωγή και η εξέλιξη του ανθρώπου απασχολεί την επιστήμη |
    • οι άνθρωποι εξουσιάζουν τη φύση
  • ⓒ pl άνθρωποι οι, people (syn πλήθος, κόσμος):
    • άνθρωποι πηγαινοέρχονται |
    • είναι άνθρωποι μαζεμένοι έξω |
    • είδα ένα σωρό ανθρώπους στο σαλόνι (Psichari)
  • ④ humane, civilized person, virtuous person, proper human being:
    • έγινε ~ |
    • δεν πρόκειται να γίνει ~ |
    • τον έκαμε άνθρωπο |
    • τα γράμματα δεν τον έκαναν άνθρωπο |
    • ο ~ χωρίς θεό παύει να είναι ~ |
    • άνθρωπε, μη με παιδεύεις (Panagiotop) |
    • άνθρωπε, του είπε, έχω ανάγκη από ψωμί (id.) |
    • ο ~ δεν είναι παλιός ή νέος, ο ~ είναι ή δεν είναι ~ (Athanasiadis-N) |
    • σκοπός της ζωής μου είναι να κάνω τους Έλληνες ελεύθερους, δηλαδή ανθρώπους (IDragoumis) |
    • αν θέλεις να λέγεσαι ~ δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και το δίκιο (Leivaditis) |
    • poem φέρτε στο δασκαλειό μου τα παιδιά, να σας τα κάμω ανθρώπους (Kazantz Od 20.233)
  • ⓓ phr ~ του Θεού, virtuous, good person:
    • άνθρωπε του θεού μια καλή μοίρα σ' έφερε μπροστά μου (Petsalis) |
    • είναι επίτροπος της εκκλησίας, ~ του θεού (Kranidiotis)
  • ⑤ male human, man (syn άντρας, ant γυναίκα):
    • δεν πρέπει να ανακατεύονται οι γυναίκες με τους ανθρώπους
  • ⑥ άνθρωπός (μου, σου, του etc) person closely related, relative or old friend:
    • περιμένει με λαχτάρα τον άνθρωπό του |
    • τον περιποιηθήκανε σαν άνθρωπό τους |
    • τόσες φαμίλιες Φωκιανοί έχουν αφήσει ανθρώπους τους στην ανατολή (Venezis)
  • ⓔ ο άνθρωπός της (her) husband, (her) man:
    • ενδιαφέρεται για την υπόθεση γιατί παίζεται η ζωή του ανθρώπου της (Tsirkas) |
    • poem μα δεν μπορώ να την ακολουθήσω | τη συνοδεύει αδιάφορος ο άνθρωπός της (Karantonis)
  • ⑦ worker, laborer, servant:
    • οι άνθρωποί μου είναι στο κτήμα |
    • ο ~ του μαγαζιού |
    • παράγγειλε σε δυο ανθρώπους του ν' ανάψουν δαδιά και να περιμένουν στην πόρτα (Venezis) |
    • απάντησα στο δρόμο άνθρωπο του αδελφού σου και μου 'δωσε τούτη τη γραφή (Melas)
  • ⑧ man of authority, official:
    • άνθρωποι της εξουσίας, της κυβερνήσεως |
    • οι άνθρωποι του σουλτάνου εισέπραξαν περισσότερα απ' όσα ήταν νόμιμο (Vacalop)
  • ⓕ ο ~ της ημέρας the prominent or dominant personality (in society, power etc)
  • ⑨ soldier (of a unit), follower, man (syn στρατιώτης):
    • οι άνθρωποι του βασιλιά |
    • ήρθε με τους ανθρώπους του |
    • είδα τους ανθρώπους μου να μάχονται (ChZalokostas) |
    • πιάστε τα πόστα, εγώ με τους ανθρώπους μου θα φύγω (Makrygiannis)
  • ⑩ experienced or specialized person, expert, specialist:
    • άνθρωποι των γραμμάτων, του θεάτρου |
    • ~ του εμπορίου business man |
    • άνθρωποι των νόμων |
    • ~ των σαλονιών socialite |
    • κάθε ψάρι ψαρεύεται με τρόπο ξεχωριστό και θέλει τον άνθρωπό του (Potamianos) |
    • τα τεχνικά μαθήματα δεν είχαν τον άνθρωπό τους
  • ⓖ phr ~ του λαού:
    • άνθρωποι της αστικής τάξεως

[fr kath άνθρωπος ← MG ← K, AG; ἀθρ- substandard fr LK, MG ἄνθρωπος]

ανθρωποσύναξη [anθroposínaksi] η,
  • rallying of people, meeting of people (syn ανθρωπομάζωμα):
    • μεγάλη, μικρή ~ |
    • ~ των θαλασσοπνιγμένων |
    • ένοιωθα κάποια μυστική αναγάλλια να μαθητεύω μέσα σε κείνη την ~ (Panagiotop) |
    • το απομεσήμερο γίνηκε πάλι ~, όλο το χωριό (Petsalis)

[neol, cpd w. σύναξη]

ανθρωποσύνη [anθroposíni] η, (L)
  • ① human race, mankind (syn ανθρωπότητα):
    • ήθελε να σώσει την ~ |
    • η πολιτική ήταν γι' αυτόν ένα πείραμα για να συμπληρώσει τη γνώση του για τα πράματα της ανθρωποσύνης (Chatzinis)
  • ② humanity (syn in ανθρωπιά):
    • δείγματα ανθρωποσύνης |
    • πράξη ανθρωποσύνης |
    • τα ζώα είτε στερήθηκαν την ~ τους, είτε δεν πρόφτασαν ακόμα ν' ανθρωπέψουν (Prevelakis) |
    • ο αρχαίος Έλληνας έβλεπε την αποκορύφωση της ανθρωποσύνης του στη σωφροσύνη (Papanoutsos) |
    • πολύ συχνά δεν αντέχει ο άνθρωπος να κρατήσει ολάκερη την ~ του (Kazantz)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσύνη, der of άνθρωπος w. suff -σύνη]

ανθρωποσφαγείο [anθroposfayío] το, (L)
  • butchery of men, slaughter-house of humans:
    • οι πόλεμοι ονομάζονται από πολλούς ανθρωποσφαγεία

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσφαγείον, cpd w. σφαγείον]

ανθρωποσφαγή [anθroposfayí] η,
  • slaughter of men (syn μακελιό):
    • μεγάλη, νέα, τελευταία ~ |
    • αποτρέπουν, αποφεύγουν την ~ |
    • πέθανε από την πίκρα του για την εμφύλια ~ |
    • ιδέα της ανθρωποσφαγής που γίνεται στην ύπαιθρο δίνουν οι αριθμοί των τουφεκισμών σ' ένα μόνο μήνα (ChZalokostas) |
    • είχε ζήσει από κοντά και την άλλη όψη του πολέμου, την όψη της ανθρωποσφαγής και της φρίκης (Athanas) |
    • poem θάνατος εδώ | κι ~, | τούτ' η μαύρη γη| κόκκινη πληγή (Varnalis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσφαγή, cpd w. σφαγή]

ανθρωποσωρός [anθroposorós] ο, (L)
  • great number of people, crowd, throng:
    • περίγυρα όλου αυτού του ανθρωποσωρού οι έφιπποι χωροφυλάκοι θύμιζαν άλλα χρόνια δουλείας και τυραννίας (Karkavitsas) |
    • αρματωμένος σίφουνας χυμάει και χτυπάει στα στραβά τον ανθρωποσωρό (Melas) |
    • οι άνθρωποι της εξουσίας άνοιξαν ένα πέρασμα ανάμεσα στον ανθρωποσωρό (Panagiotop) |
    • ένας αξιωματικός περνάει την αποβάθρα και σταματάει κοντά στον ανθρωποσωρό (Vlachogiannis)

[neol, cpd w. σωρός]

ανθρωποσωστικός, -ή, -ό [anθroposostikós] (L)
  • life-saving:
    • ~ τρόπος |
    • ανθρωποσωστική δύναμη, συνέπεια

[neol, cpd w. σωστικός]

ανθρωποσωτήρας [anθroposotíras] ο, (L)
  • savior of men:
    • θεωρήθηκε ~ |
    • πολλοί παρουσιάζονται ως ανθρωποσωτήρες |
    • δεν θέλησε να παίξει το ρόλο του ανθρωποσωτήρα (Panagiotop)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσωτήρ, cpd w. σωτήρ]

ανθρωποσωτήριος, -α, -ο [anθroposotírios] (L)
  • salutary for man:
    • ~ |
    • ανθρωποσωτήρια ενέργεια |
    • ανθρωποσωτήριο φάρμακο

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσωτήριος, der of ανθρωποσωτήρ; cf ψυχοσωτήριος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες