Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνθρακας
2 εγγραφές [1 - 2]
άνθρακας [ánθrakas] ο, gen άνθρακα & kath άνθρακος, pl άνθρακες, gen ανθράκων (L)
  • ① coal, charcoal (syn κάρβουνο, ξυλάνθρακας):
    • ο ~ είναι ενεργειακή πηγή |
    • από τον άνθρακα και το νερό η ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρισμό |
    • ηθικός σοσιαλισμός θα ήταν να πάρουν οι Γάλλοι ένα μεγάλο μερίδιο από τον γερμανικό άνθρακα (Theodorakop) |
    • έβαζε την πνευματική παραγωγή στην ίδια σειρά της παραγωγής του χάλυβα και των ανθράκων (Athanasiadis-N) |
    • υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην εποχή του άνθρακος και την εποχή του ατόμου (Angelop) |
    • σωστός θησαυρός σαν τον άνθρακα |
    • prov phr άνθρακες ο θησαυρός, said of unrealized hopes
  • ⓐ λευκός ~ (syn νερό):
    • water in hydroelectric production
  • ② min dark red precious stone, as ruby or garnet (syn ρουμπίνι, γρανάτης):
    • ο ~ σε σχέση με άλλους πολύτιμους λίθους έχει δικό του φως (Vrettakos)
  • ③ med carbuncle (syn κακό σπυρί):
    • ο άρρωστος έπασχε από άνθρακα |
    • το παιδί έχει άνθρακα
  • ⓑ anthrax:
    • το πρόβατο της Aλγερίας δεν προσβάλλεται από τον άνθρακα, θανατηφόρο ασθένεια των άλλων προβάτων (Katsigra)
  • ④ chem carbon:
    • διοξίδιο, μονοξίδιο του άνθρακος |
    • διθειούχος, ενεργός, ζωικός, ραδιενεργός ~ |
    • ραδιοχρονολόγηση του σκελετού με άνθρακα 14 έδειξε ότι το άτομο έζησε στην Kρήτη στο τέλος της τέταρτης χιλιετηρίδας π.X. (Poulianos)

[fr kath άνθραξ ← MG άνθραξ ← K, AG]

ανθρακασβέστιο [anθrakazvéstio] το, (L) chem, industry
  • calcium carbide (syn ανθρακούχο ασβέστιο):
    • από το ~ παράγεται η ασετυλίνη |
    • το ~ είναι κρυσταλλική σκόνη

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακασβέστιον, cpd of άνθραξ & ασβέστιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες