Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνεμος
16 εγγραφές [1 - 10]
άνεμος [ánemos] ο, pl άνεμοι & ανέμοι
  • ① violent air, wind (syn αέρας 3a):
    • δροσερός, θερμός, αδύναμος, μέτριος, δυνατός ~ |
    • ο ~ βουίζει, δυναμώνει, μουγκρίζει, σαρώνει, φυσά |
    • phr λόγια του ανέμου nonsesical talk |
    • πάει - πήγε στον άνεμο or κατ' ανέμου (near-syn phr στο διά(β) ολο) get lost |
    • γίνομαι ~ run very quickly |
    • μπήκε σαν ~ rushed in |
    • μιλάνε περί ανέμων και υδάτων (L) unimportant or irrelevant talk |
    • καλός ~ (σε φέρνει etc) good luck |
    • | ο ~ με τρέλανε, ποτέ δεν ειδα τέτοια θάλασσα (KPolitis) |
    • φέρνει μια δροσιά στην καρδιά, σα να τη στέλνουν οι ανέμοι της θάλασσας (Panagiotop) |
    • πέρασε από τ' Aνάπλι ο Kωλέττης, ωσάν να φύσηξε ~ δυνατός (Petsalis) |
    • ο πεζοπόρος βλέπει πως δεν τον παίρνει η ώρα και θέλει να γίνει ~ για να προφτάσει (Charis) |
    • poem κρινόφυλλο μου φαίνεσαι | που πήρανε οι ανέμοι (Malakasis) |
    • μάνα οι άνεμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι (Karyotakis) |
    • κι όλες οι αρρώστιες πάνε κατ' ανέμου (Ritsos) |
    • και τα τραγούδια λόγια 'ναι, | που ο ~ τα παίρνει (Zevgoli)
  • ⓐ naut ~ με ριπές gusty wind:
    • ριπή ανέμου blast, gust, squall (syn in ανεμορριπή) |
    • αντίθετος ~ headwind |
    • κατά τον άνεμο awather, windward
  • ② fig wind, current, flow, situation (syn ρεύμα, πνεύμα):
    • ενωτικός, ιδεολογικός, καινούργιος, νέος ~ |
    • ~ υγείας, πίστεως, ομονοίας, ελευθερίας, αναδημιουργίας, πανικού, ολέθρου, ηρωισμού |
    • οι άνεμοι της εποχής |
    • για τον άνεμο που φυσούσε σ' αυτό το ξεκίνημα θα προτάξω εδώ ένα γράμμα που 'λαβα απ' το φίλο ζωγράφο Π. B. (Melas) |
    • απ' το 1830 άρχισε να πνέει ~ αλλαγής (Papanoutsos) |
    • κάποιος ~ σνομπισμού φυσούσε στις ανώτερες τάξεις (Palaiologos)

[fr MG ← K, AG ἄνεμος]

ανεμοσάλεμα [anemosálema] το, (D) & lit
  • swaying:
    • το ~ του δέντρου, των φυτών |
    • αφουγκράζεται τ' ~ των δρυών, ξεκουράζεται (Athanasiadis-N) |
    • το σπλάχνο της γυναίκας λαχταρίζει, το ~ της ανεβάζει το αίμα στο λαιμό και τήνε πνίγει (Prevelakis)

[cpd of AG ἄνεμος & σάλεμα (← LK σάλευμα, Artemidorus, 2nd c. AD)]

ανεμόσαρκος, -η, -ο [anemósarkos] (D) & lit
  • fleshless, thin, emaciated (syn άπαχος, άσαρκος, ισχνός):
    • η ανεμόσαρκη μορφή |
    • τα ανεμόσαρκα χείλη |
    • αυτή η λιτή και σκοτεινή μεγαλοφυΐα, η ανεμόσαρκη, η όλη ανάταση! (Panagiotop) |
    • οι καραβίδες είναι ντελικάτες κι ανεμόσαρκες (Potamianos) |
    • δεν ήτανε ούτε φίδι ούτε χέλι ούτε κλάδος λυγαριάς ούτε ανεμόσαρκη φόρμα, απ' αυτές που σκαρώνει ο αμείλικτος πόλεμος των γιατρών με το καθημερινό σύνθημα "χάσε δέκα κιλά" (Melas) |
    • είχε δει κ' είχε ακούσει πώς ζωγραφίζουν αλλού, όχι ανεμόσαρκα σκέλεθρα μα άντρες και γυναίκες γερούς, πανέμορφα καλοδεμένα κορμιά (Vlami)

[cpd of άνεμος & σάρκα (← AG σάρξ)]

ανεμοσίφουνας [anemosífunas] ο, (D) & lit
  • whirlwind (syn ανεμορούφουλας, ανεμοστρόβιλος):
    • σκοτείνιασε ο κόσμος, μ' έζωσαν οι αστραπές· με είχε προλάβει ο ~ (Kazantz) |
    • ήταν ορμητικοί και ασυγκράτητοι σαν ένας θεϊκός ~ (Myrivilis) |
    • εκείνη την αδυσώπητη ώρα που ο ~ και το ανήμερο κύμα, χυμούν να καταπιούν ό,τι βρεθεί μπρος τους, τούτοι οι θαλασσινοί θαρρώ χάνουν το ανθρώπινο μέτρο και παίρνουν μυθικές διαστάσεις (Zappas) |
    • poem του σκλάβου το αγκομάχημα και του ραγιά η ανάσα | βογγάνε ~, γκρεμίζουνε Σουλτάνο (Athanas)

[cpd of άνεμος & σίφουνας (q.v.)]

ανεμόσκαλα [anemóskala] η,
  • rope-ladder, Jacob's ladder, scaling ladder:
    • μεταλλική, ξύλινη, πλατιά ~ |
    • ανεβαίνει από την ~ τον κατέβασαν στη σκήτη από μια ~ |
    • έκαμε παιγνίδι τις ανεμόσκαλες |
    • ανέβηκε μια και δυο τις ανεμόσκαλες και βρίσκει τον πατέρα του να δένει σφιχτά στη γάμπα ένα μαντήλι (Myrivilis) |
    • οι ερημίτες πηγαινοέρχονται από ανεμόσκαλες ή πιασμένοι από αλυσίδες (Theotokas) |
    • τον έδερναν οι πιο άγριες προλήψεις |
    • το δεκατρία, η Tρίτη, το πέρασμα κάτω από ~ (Karagatsis) |
    • από τη μεριά της θάλασσας είχαν κρεμάσει σανίδες κι ανεμόσκαλες (Chourmouziadis) |
    • poem στου ήλιου τις ανεμόσκαλες πανηγυρίζει (Gryparis) |
    • μαζώνεται και χύνεται | σαγίτες στον αέρα· | όλη την ~ (Sikel) |
    • αυτούς σ' ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν' αφήνω | κ' εγώ ~ σωμού στο γαλανό να στήνω; (Varnalis)

[neol (kath]

ανεμοσκόπιο [anemoskópio] το, meteorol
  • anemoscope

[fr kath (neol]

ανεμοσκορπίζω [anemoskorpízo] (& ανεμοσκορπώ) ipf ανεμοσκόρπιζα & ανεμοσκορπούσα, aor ανεμοσκόρπισα (subj ανεμοσκορπίσω), mi ανεμοσκορπίζομαι, aor ανεμοσκορπίστηκα (3sg ανεμοσκορπίστη[κε])
  • scatter to the winds, disperse:
    • η κατάρα του Θεού ανεμοσκόρπισε το σπίτι |
    • πρώτοι οι Nάξιοι ανεμοσκόρπισαν τον πανίσχυρο περσικό στόλο (EIR Taxidia) |
    • τον καιρό της κατοχής το απομεινάρι της λυγαριάς ανεμοσκορπίστηκε (Floros) |
    • οι άλλοι παρατάν μεμιάς το χορό, ανεμοσκορπίστηκαν αλαλιασμένοι (Myrivilis) |
    • poem κ' ένας θεός ανεμοσκόρπισε τ' αργίτικα καράβια (Homer Od 3.131 Kaz-Kakr) |
    • φυσάει, το παιχνιδάκι της ζωής να το ανεμοσκορπίσει (Kazantz Od 24.1347) |
    • .. ένα σμήνος | στάλες φωτιάς τινάχτη κι ανεμοσκορπίστη (Dikteos)
  • ⓐ fig dissipate, waste (syn σπαταλώ):
    • poem κι όλα ανεμοσκορπίζεις τ' αγαθά και τους διαβάτες κράζεις (Kazantz Od 23.900)

[fr MG ανεμοσκορπίζω, cpd of AG ἄνεμος & σκορπίζω]

ανεμοσκόρπισμα [anemoskórpizma] το,
  • scattering to the winds:
    • prov διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα ill-gotten gains are soon lost |
    • poem ~ να πάει το βιος και να χαθεί η πατρίδα! (Kazantz Od 17.962)

[der of MG ανεμοσκορπίζω; cf σκόρπισμα]

ανεμοσκόρπιστος, -η, -ο [anemoskórpistos]
  • scattered by the wind:
    • poem οι ανεμοσκόρπιστοι οι καπνοί | σέρπουν στα κεραμίδια (Agras)

[der of MG ανεμοσκορπίζω or cpd of άνεμος & LK σκορπιστός (Chrysost, 3rd c. AD)]

ανεμόσουπα [anemósupa] η,
  • soup made of bread and water:
    • στην τράπεζα μάζωνε ο χειμώνας κ' η ~ τους καλόγερους (Prevelakis) |
    • δεν τους δίνανε παρά μιαν ~, χαρούπια και βελάνια (id.)

[fr LMG ανεμόσουπα (Somavera), cpd of MG άνεμος & σούπα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες