Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άναρχος
3 εγγραφές [1 - 3]
άναρχος, -η, -ο [ánarxos] (L)
  • ① without beginning, eternal:
    • ο ~ Θεός |
    • όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ο κόσμος είναι ~, δεν έχει αρχή όπως δε θα 'χει και τέλος (Kanellop) |
    • ο ~ Πατέρας |
    • ο νους υπαγορεύει νόμους στην άναρχη ψυχή (Kanellop) |
    • μια ζωή άναρχη κι ατέρμονη |
    • για τον άνθρωπο τίποτα δεν είναι άναρχο· ούτε η φιλοσοφική σκέψη μπορεί να είναι άναρχη, αρχή της είναι ο λόγος (Tsatsos) |
    • η άναρχη αρχή το "ουκ έσται τέλος" |
    • άναρχες αλήθειες |
    • το άπειρον .. είναι και ως προς τον χώρο και τον χρόνο άναρχο και ατελεύτητο (Theodorakop) |
    • η ύλη που 'χε να του υποτάξει ήταν καθαυτό άναρχη και ατέρμονη (Prevelakis) |
    • διαγράψατε με την παράταξη των στύλων ένα κύκλο γύρω σας κ' έχετε τη ρυθμική τάξη άναρχη και ατέρμονη αλλά που αποτελεί ένα κλειστό σχήμα ενιαίο (Michelis) |
    • poem .. ζήτω | της άναρχης ιδέας που ξεσκλαβώνει! (Palam) |
    • και τόσο ο νους μου αγάλλονταν, λουσμένος μες στον άναρχο | ρυθμόν ως τα θεμέλια (Sikel)
  • ② without rule, ungoverned, disorderly, anarchic (syn ακατάστατος 1b):
    • εκεί σταματούσε η βοή του άναρχου συρφετού κι άρχιζε, θα έλεγες, η σιγή της δουλείας (Theotokas) |
    • η βασικά άναρχη και σκοτεινή (ή και βαθιά) γερμανική ψυχή (Kanellop) |
    • εποχή άστατη και άναρχη |
    • η πράξη δεν είναι τυφλή και άναρχη, απεναντίας δίνει την εντύπωση ότι κατευθύνεται και ξετυλίγεται με κάποιο σχέδιο (Papanoutsos) |
    • τα λείψανα των μονάδων, που είχε διαλύσει η γερμανική επιδρομή, κατέβαιναν προς την πρωτεύουσα άναρχα (Theotokas) |
    • poem τάξη να μπει στον άναρχο θυμό, να βασιλέψει ο λόγος (Kazantz Od 24.1025)
  • ⓐ of languages, following no prescribed rules, not subjected to certain rules of usage, lacking a norm:
    • η αδυναμία μας να σκεπτόμαστε δημοτικά, όταν γράφουμε δημοτική, έχει ως αποτέλεσμα μια γλώσσα όχι λιγότερο φτιαχτή από την καθαρεύουσα, μια γλώσσα άναρχη και άμορφη, άχαρη κλ (Ploritis, adapted) |
    • η γερμανική γλώσσα χρειάσθηκε ένα μεγάλο νομοθέτη, τον Λούθηρο· ακόμα και μ' αυτόν δεν έπαψε να 'ναι λίγο ή πολύ άναρχη (Kanellop)

[fr MG άναρχος ← AG, K, PatrG ἄναρχος]

αναρχοσοσιαλιστής [anarxososialistís] ο,
  • anarchist socialist

[cpd of άναρχος & σοσιαλιστής]

αναρχοσυνδικαλισμός [anarxosin∂ikalizmós] ο,
  • revolutionary syndicalist movement:
    • κατά τον αναρχοσυνδικαλισμό τα συνδικάτα πρέπει να οργανωθούν επαναστατικώς, για να καταλύσουν το καπιταλιστικό κράτος, και πολιτικώς, ώστε να πάρουν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους (LSakellariou, adapted)

[cpd of άναρχος & συνδικαλισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες