Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμια
8 εγγραφές [1 - 8]
άμια [ámia] η, region. (IonIsl,
  • WMaced, Crete, Cycl, Aegean, Thrace)
  • ① aunt (syn θεία, θεια)
  • ② grandmother (syn γιαγιά)
  • ⓐ woman of advanced age (syn γιαγιά):
    • η ~η Zαμπακιώ (Bakalakis)

[fr Ven amia ← Lat amita 'paternal aunt' (whence ByzG άμιτα 'η προς πατρός θεία' Theophilus Antecessor, 6th c.]

αμιάντινος, -η, -ο [amiándinos] (L)
  • of asbestos:
    • αμιάντινο κορδόνι asbestos cord |
    • αμιάντινο σχοινί, ύφασμα |
    • αμιάντινη ταινία

[neol, der of αμίαντον w. suff -ινος]

αμίαντο [amíando] το, (& αμίαντος, ο)
  • ① miner (L) amianthus, asbestos (syn βαμπακόπετρα):
    • το βουνό με τους άσπρους βράχους, όπου τα ορυχεία του αμίαντου (στην Kύπρο) (Panagiotop) |
    • νήμα από ~ asbestos string |
    • φύλλο (από) ~ asbestos card, asbestos joint
  • ② mantle (of a lamp) (syn φωτοβολίδα):
    • το ~ της λάμπας του γκαζιού |
    • τρίφτηκε το ~ της λάμπας |
    • το τρεμάμενο ~ του γκαζοφάναρου ανάβοντας κοκκίνιζε, ύστερα χρύσιζε και στο τέλος περιχύνονταν ολόκληρο με το μόνιμο γαλακτερό του φως (Glezos) |
    • κοίταξε το φεγγάρι που ξάσπριζε σαν τον αμίαντο του λουξ, όταν καεί η μπενζίνα (Vasilikos)

[fr AG ἀμίαντος λίθος 'asbestos' w. adj ἀμίαντος 'undefiled, pure'; n ἀμίαντον 'purity' PatrG]

αμιαντόλιθος [amiandóliθos] ο,
  • asbestos stone (syn αμίαντος λίθος
αμίαντος, -η (& L -ος), -ο [amíandos] (L)
  • ① unpolluted, spotless (syn αμόλυντος):
    • έχει και το καλό της η αδιαφορία της μάζας για το βουνό |
    • μένει τούτο εθνικός δρυμός ~, δεν το βρωμίζουν κλ (Floros)
  • ⓐ free from mortal taint, immaculate, unsullied, pure (syn αγνός, αναμάρτητος, αμόλυντος, άσπιλος):
    • η ~ σύλληψις immaculate conception |
    • εκκλησία της Aμιάντου Συλλήψεως church of the Immaculate Conception |
    • θρησκεία καθαρή και αμίαντη μας έδωσε ο Θεός και πατέρας μας κλ (Vrettakos) |
    • έτσι και το ίδιο το ζωοποιό τώρα πνεύμα, μπαίνοντας με τρόπο άυλο στο αμίαντο σώμα της Παρθένου, έκτισε τον καινόν άνθρωπο κλ (Tatakis) |
    • poem κ' είν' η καρδιά μου αμίαντη σαν κόρη σε ώρα γάμου (Panagiotop) |
    • του αόρατου κρυφότατα τον επερίζωνε η χαρά | θερμή κ' η αμίαντη φύση (Sikel)
  • ② αμίαντος λίθος, ο, asbestos (Demetrieis)

[fr AG ἀμίαντος 'undefiled, pure']

αμιαντόσυρμα [amiandósirma] το,
  • asbestos insulated wire

[cpd w. σύρμα]

αμιαντοτσιμεντοσωλήνας [amiandotsimendosolínas] ο,
  • pipe made of asbestos cement

[cpd of αμίαντο, τσιμέντο & σωλήνας]

αμιαντωρυχείο [amiandori ío] το,
  • asbestos mine

[cpd w. ορυχείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες