Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλογα
10 εγγραφές [1 - 10]
αλόγα [alóγa] η,
  • ① female horse, mare (syn αλογίνα, φοράδα):
    • poem ε, ούτε η γάτα ούτε η νταβραντισμένη ~ | δεν τρέχουνε σ' αυτή με τόση αβάσταχτη λαχτάρα (Rotas)
  • ⓐ corpulent horse
  • ② fig derisively tall, corpulent & ungraceful woman:
    • θέλουν σώνει και καλά να παντρευτώ αυτήν την ~

[der of άλογο anal. of nouns denoting female animals αίγα, γάτα, γαϊδούρα, μούλα, σκύλα; cf προβάτα fr πρόβατο, γίδα fr γίδι etc]

άλογα1 [áloγa] adv
  • irrationally, unreasonably, illogically (syn αλόγως L, παράλογα):
    • λειτουργούσε ωστόσο ~ κι ανεξήγητα κάποια διαίσθηση του πλήθους (Theotokas)

[fr K ἄλογα (Lucian), der of ἄλογος]

άλογα2 [áloγa] τα,
  • animate beings without man's speech and mind, animals:
    • ο άνθρωπος έδωσε σκοπό στ' άψυχα και στ' ~ κ' έπλασε μιαν αρμονία (Prevelakis) |
    • στη μέση στέκονται οι μέτριοι ..., της τέχνης οι πληγές, του Λόγου τ' ~ (Palam) |
    • poem η πλάση γύρω ολάκερη, σοφότερη από μένα, | και τ' ~ και τ' άλαλα λόγο ηύραν και φωνή (id.)

[substantiv. n pl of άλογος; cf AG ἄλογα 'brutes, animals' (Plato) ἄλογα ζῶα]

αλογάκι [aloγáci] το, (no gen sg & pl)
  • ① young horse, colt (syn πουλάρι) or small horse, pony (syn αλογατάκι 1):
    • μια φοράδα με τ' ~ της |
    • το ψαρί ~ |
    • idiom phr χορεύω τ' ~ μου enjoy o.s., have fun |
    • τ' αλογάκια της Σκύρου, τα βραχύσωμα "ιππάρια" τ' αρχαϊκά, τα σκαλισμένα στο μάρμαρο (Panagiotop) |
    • ο όνος που οδηγεί την Παρθένο Mαρία στη Bηθλεέμ μοιάζει μ' ένα ανάερο περήφανο ~ (Kanellop) |
    • poem ένα χιονάτο ~ παρέκει | σε καρτερεί, θα σε φέρ' η βαρκούλα (Palam) |
    • στο γλήγορο ~ μου κ' εγώ ~ | δυνόμουν ναν τον φτάνω (Malakasis) |
    • θα 'θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ' αλογάκια) (Kavafis)
  • ⓐ children's games and toys:
    • ξύλινο ~ hobby horse, rocking horse |
    • ψεύτικο ~ |
    • παραπήγματα του λουναπάρκ με θαυμαστά θεάματα ... με αλογάκια (Loukatos) |
    • poem εδώ μάδησε κάποτε τ' ~ του ο γιος μου | να το αλλάξει σε λύκο (Vrettakos)
  • ⓑ slang horse races:
    • ταΐζει τ' αλογάκια he squanders money on horse races
  • ② ichth ~& region. ~ της θάλασσας seahorse, Hippocampus guttulatus = Hippocampus brevirostris (syn αλογατάκι)
  • ③ bot the clematis Clematis flammula (syn in αγράμπελη 2)
  • ④ entom ~ της Παναγίας, any of several predaceous insects of the family Mantidae, mantis, esp praying mantis, Mantis religiosa (syn αλογατάκι της Παναγίας, του Θεού or της Παναγίας τ' άλογο [s. άλογο2 3]:
    • ήταν και ο μπόμπιρας εκεί | και το ~ που λεν της Παναγίας (Elytis)

[fr MG αλογάκιν, der of MG άλογον 'horse' ← K ἄλογον 'horse']

αλογάρης [aloγáris] ο, region.
  • horseman
  • ① raiser of horses (syn αλογάς, L ιπποτρόφος)
  • ② horserider (syn έφιππος L, καβαλάρης):
    • δεν είναι πιο πιτήδειοι κλέφτες απ' τους αλογάρηδες (Sfakianakis) |
    • poem Aλογάρης θεός, ο Ήλιος (Stavrou Ar)

[fr LMG αλογάρης, pl -άροι (Erotokr), der of άλογο w. suff -άρης]

αλογάριαστα [aloγárjasta] adv (& region. αλογάριαγα)
  • without thinking or paying attention, thoughtlessly, heedlessly (syn χωρίς να λογαριάζει κανείς, αλόγιστα):
    • μιλά ~ |
    • αρχικά νευρικά, ~, με άσκοπα κινήματα, να τα φυλλομετρώ (Palam)
  • ⓐ without stint, unrestrainedly (syn απεριόριστα):
    • ξοδεύω (σπαταλώ) ~ spend money without stint |
    • ξοδεύεται ~ |
    • δίνω ~ |
    • δεν έπαψε ούτε στιγμή να προτρέπει τους Iταλούς να γεννοβολούν ~ (Saratsis) |
    • οι ολιγογράφοι συγγραφείς ... οι άλλοι δίνονται κάθε μέρα ~ (Chatzinis) |
    • poem την αχνόλευκη γύμνια του | το Iερό φανερώνει | πλουτισμένη ~ | μόνο το Xριστό (Palam) |
    • αν χιονίζει ~ ο χειμώνας | κι αν είναι η άνοιξη | όσο θέλει βροχερή (Kousoulas)

[der of MG αλογάριαστος; cf MG adv αλογαριάστως (14th c.)]

αλογάριαστος, -η, -ο [aloγárjastos]
  • Ⓐ pass
  • ① not reckoned, not calculated, unaccounted (ant λογαριασμένος, υπολογισμένος):
    • αλογάριαστα εισοδήματα, αλογάριαστα έξοδα, αλογάριαστα χρέη |
    • folkt ο ταβερνιάρης του βγάζει λογαριασμό αλογάριαστο |
    • αυτά τ' αβγά, αν τα εκάθιζα στην όρνιθα, θα έβγαζε τέσσερα πουλιά, δυο πετεινούς, δυο όρνιθες (Megas)
  • ② not countable, incalculable, innumerable (syn αλόγιαστος 2, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος):
    • αλογάριαστα σπίτια |
    • αλογάριαστοι αιώνες |
    • εισοδήματα αλογάριαστα |
    • πλούτη αλογάριαστα |
    • ξόδεψε αλογάριαστα χρήματα |
    • σκότωσε αλογάριαστα πουλιά |
    • τραγούδησε το τραγούδι του απάνω σε όλες τις αλογάριαστες χορδές της ποιητικής άρπας (Palam) |
    • του έκαμε αλογάριαστο κακό (Psichari) |
    • πολιορκεί τη μικρούλα πεντάμορφη με την αλογάριαστη προίκα (Myriv) |
    • η αλογάριαστη σε αξία εθνική μας παιδεία (Karantonis) |
    • poem τι θέρος ~ και τι σοδειά ευεργέτρα (Palam) |
    • ήλιοι μου, τρισήλιοι μου αλογάριαστοι, | πώς μου φύγατε όλοι από τα χέρια (Zevgoli)
  • ③ not counted among others, not included in the account, excluded:
    • του έδωκε κάτι αλογάριαστο |
    • σου προσφέρω και τούτο αλογάριαστο
  • ④ not being taken into account, not esteemed, unappreciated (near-syn αμελητέος, ant υπολογίσιμος):
    • ποιητής πρωτότυπος κι ασυνήθιστος κι ~ (Palam)
  • Ⓑ act
  • ⑤ not having set one's accounts in order:
    • είμαστε αλογάριαστοι ένα χρόνο |
    • είναι ακόμα ~ με τον έμπορο
  • ⑥ not taking into good account, not thinking (well), heedless, careless, inconsiderate (syn αλόγιαστος 1, αλόγιαστος 2, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος, ασύνετος) region.:
    • είναι ~, ξοδεύει ό,τι έχει |
    • ο γιος του είναι ~

[fr MG αλογάριαστος, cpd w. *λογαριαστός: λογαριάζω]

αλογάς [aloγás] ο, pl αλογάδες,
  • raiser of horses (syn in αλογάρης 1) or horse trader (syn αλογοέμπορος)

[der of άλογο2 'horse' w. suff -άς]

αλόγατα s. άλογο.
αλογατάκι [aloγatáci] το,
  • ① small or young horse, pony (syn αλογάκι 1):
    • poem τώρα ποιο τρυφερό αδερφάκι να μας πάρει | να ταξιδέψομε νύχτα στο φεγγάρι μ' ~ δίχως χαλινάρι; (Zevgoli)
  • ⓐ hobby horse, rocking horse (children's toy):
    • παίζουν τ' αλογατάκια
  • ② ichth αλογατάκι or αλογατάκι της θάλασσας seahorse, Hippocampus brevirostris (syn in αλογάκι 2):
    • τ' ~ της θάλασσας και το χελιδονόψαρο ... είναι κάτι ασπρόψαρα, μικρά με γαλάζιους λεκέδες (Bastias)
  • ③ entom crane fly (genus Tipula):
    • πλάκωσαν σωρός μερμήγκια φτερωτά, ήταν σαν αλογατάκια (Papatsonis)
  • ⓑ ~ της Παναγίας or ~ του Θεού praying mantis, Mantis religiosa (s. αλογάκι 4):
    • τ' αλογατάκια του Θεού πηδούνε στην πρασινάδα (Prevelakis)

[der of άλογο, specif fr pl αλόγατα (s. άλογο), w. suff -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες