Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκανθα
1 εγγραφή
άκανθα [ákanθa] η, gen άκανθας (L)
  • ① bot thorn (syn αγκάθι):
    • μπορεί να φαίνωνται ... σα σκληρές, αειθαλείς άκανθες, που τυχαία εκεί φύτρωσαν σαν τα άλλα ανθίσματα της γης (Tsatsos) |
    • poem σύμβολα ζωής υπερτέρας, |
    • ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα, |
    • λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα |
    • Aμάλθειο κέρας (Karyotakis) |
    • poem ενώ γύρα το σούρουπο ...|... επερίσφεγγε ολοένα |
    • τα γεράνια, τα θάμνα, τις άκανθες (Skipis)
  • ② the spine of fishes and snakes
  • ③ anat spina, spine, sharp process of bone:
    • ισχιακές άκανθες
  • ④ archit acanthus, i.e. the acanthus-leaf ornament of the column capital:
    • κορινθιακό κιονόκρανο με ~ στη βάση |
    • ~ πλαισιώνεται από κάθε πλευρά με μισό ανθέμιο (Karouzou) |
    • ένα πολύφυλλο ανθέμιο ... φυτρώνει από άκανθες στηριγμένες σε έλικες (id.) |
    • η ~ και ο κισσός της Kόρινθος μπλέκουνται με τους βυζαντινούς σταυρούς (KPolitis)

[fr MG ← K, AG ἄκανθα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες