Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άθλιος
1 εγγραφή
άθλιος, -α (& L -ία), -ο [áθlios]
  • miserable, destitute, wretched, forlorn, poor, lousy, shabby (syn αξιολύπητος, δυστυχισμένος, ελεεινός, ταλαίπωρος):
    • τι ~ εγωιστής! |
    • άθλιο πλάσμα |
    • ~ δρόμος |
    • βρε άθλιε, αυτά μου κάνεις; |
    • ο ~ το θυμήθηκε! the poor wretch remembered it |
    • άθλιο σπίτι (δωμάτιο) shabby house (room) |
    • άθλια κατοικία miserable dwelling |
    • άθλιο χαρτί wretched paper |
    • άθλιο γεύμα wretched dinner |
    • τι ~ καιρός! what wretched weather! |
    • (συλλογιζόμαστε) την άθλια τύχη των ανθρώπων |
    • η άθλια ζωή του his shabby existence |
    • άθλιες συνθήκες διαβίωσης |
    • διαμαρτύρονται για τους άθλιους όρους ζωής στο σανατόριο |
    • βρήκε άθλιο τέλος |
    • ζουν μέσα σ' εξευτελιστική και άθλια δουλεία (Ploritis) |
    • άθλια παράσταση lousy performance |
    • είναι άθλιο θέαμα it's a dud show |
    • οτιδήποτε άθλιο γίνεται γίνεται στο όνομα του συμφέροντος (Vrettakos) |
    • να πάγω στην Kυβέρνηση να ειπώ την αθλίαν κατάσταση του φρουρίου (Makryg) |
    • κατανταίνουν ... στην πιο άθλια επιτήδευση (Panagiotop) |
    • γινόμαστε όλο και πιο αξιοθαύμαστοι και όλο αθλιέστεροι (Terzakis) |
    • δε θα δεχόταν ποτέ να παίξη ένα τόσο άθλιο ρόλο (Chourmouziadis) |
    • η κοινότερη και η αθλιέστερη υπόθεση (Palam) |
    • οι άλλοι βρίσκονται σε απείρως αθλιέστερη κατάσταση (Psathas) |
    • poem ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει | της αθλίας Tριπολιτσάς (Solom) |
    • η αθλία ψυχή καθήμενη | σε χόρτο, σε λουλούδι (id.) |
    • ώσπου νεκρό τ' άθλιο κουφάρι μένει (Markoras) |
    • αυτή 'ναι, μαύρε, η μόνη σου | αθλία παρηγοριά (id.) |
    • κ' έν' αχτιδοβόλημα |...| στα στερνά να ρίχνετε [ω σπίτια] | στ' άθλια του γέρου χρόνια (Palam) |
    • και θα 'μοιαζε ίσως ψεύτικο λουλούδι ακόμα η νιότη, | τον άθλιο θάνατο αν δεν είχε θεριστή (Malakasis)

[fr MG άθλιος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες