Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άβυσσος [ávisos] η, gen αβύσσου (L) (& region. & poet άβυσσο)
- ① bottomless pit, abyss (also in ocean.):
- η αγαθότη του Θεού είναι ~ της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς (Makryg) |
- εισχωρούμε στους... κόσμους των θαλασσίων αβύσσων (Panagiotop) |
- μας οδηγεί στην άβυσσο της καταστροφής (Tatakis) |
- poem νερά χαριτωμένα | χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη (Solomos) graceful waters pour into the musk-scented abyss |
- μπορεί στο λυτρωμό κι ας ήταν η άβυσσο, | μόνη στη μέση από τη θάλασσα (Palam)
- ② great depth of lake, well etc
- ⓐ innermost part, depth:
- το βλέμμα τους βυθίζεται στην άβυσσο του ψυχικού των κόσμου (Papantoniou) |
- θέαμα που φέρνει στην επιφάνεια... την άβυσσο της ψυχής (Papanoutsos) |
- εκείνος... χάθηκε στην άβυσσο που κλείνει καθένας μέσα του (Lazaridis) |
- poem μέσα στο βάθος της ανθρώπινης αβύσσου (Lefkis)
- ⓑ great expanse or farthermost place:
- κύματα... πέφτουν και χάνονται στην άβυσσο του χρόνου (Papanoutsos) |
- η ~ της ιστορίας είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να χωρέση όλον τον κόσμο (Panagiotop) |
- poem της ~ τα μάκρη (Gryparis, Sikel)
- ③ deep chasm of earth (syn βάραθρο):
- γλίστρησε κ' έπεσε στην άβυσσο he slipped and fell into the chasm |
- phr είναι στο χείλος της αβύσσου he is on the edge of the abyss, on the vorge of collapse |
- ήμουνα σα να στάθηκα στην άκρη ενός γκρεμού κ' ένα βήμα έφτανε για να με ρίξη στην άβυσσο (Palam) |
- κάτω {της ανωφέρειας} έχασκαν άβυσσοι και παράστεκαν γκρεμοί (Nirvanas) |
- μια ~ χάσκει πλάι στα πόδια του (Terzakis) |
- poem και μυστικά στην ύπαρξή σου ενώνονται | άβυσσοι κι ουρανοί (Skipis)
- ④ immense distance, greatest difference (syn χάσμα):
- στις ιδέες τούς χωρίζει ~ |
- το επεισόδιο άνοιξε άβυσσο μεταξύ τους |
- άβυσσο ανάμεσά τους, καμιά συνεννόηση (Kazantz) |
- η άβυσσο που χωρίζει τον άνθρωπο από τους θεούς νομίζονταν αυτονόητη (Kakridis transl of Nilsson)
- ⓒ exceedingly large amount, great abundance, intensity:
- έφαγε την άβυσσο (syn τον αβλέμονα, τον περίδρομο, τον άδη) |
- τα σταφύλια είναι ~ εφέτος |
- η ~ της απελπισίας the slough of despond |
- η επίκριση άνοιγε μέσα του αβύσσους απόγνωσης (Panagiotop)
[fr MG ← K ← AG ἄβυσσος 'depth, abyss', origin. adj 'bottomless', this cpd fr ἀ- & βυσσός 'depth of sea': βυθός; cf ἄβυθος]
- ① bottomless pit, abyss (also in ocean.):