Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβροχος, -η, -ο [ávroxos] (& άβρεχος)
- ① rainless:
- ~ μήνας, ~ καιρός |
- το καλοκαίρι πέρασε άβροχο |
- gnom Aύγουστος ~, μούστος άμετρος when August is rainless, the vintage is plentiful |
- μ' άβροχο Φλεβάρη λιγοστό σιτάρι
- ② unwet, dry (syn άβρεχτος, ant στεγνός):
- άβροχη βοσκή |
- {οι πεθαμένοι στον Άδη} γυρεύουν οι άβρεχοι ένα ποτάμι να βραχούν (Psichari) |
- poem και να πάω στην άβροχη, στη ρημασμένη χώρα (Palam)
[fr AG ἄβροχος]
- ① rainless: