Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αυστραλέζος [afstralézos] ο, (L)
- Australian (syn Aυστραλιανός1, Aυστραλός):
- καγκουρού .. το λέγανε [sc το παιχνίδι], το σκαρφιστήκανε οι Aυστραλέζοι (Tsirkas)
[der of Aυστραλία w. suff -έζος; cf Bερολινέζος, Mιλανέζος etc]
- Australian (syn Aυστραλιανός1, Aυστραλός):



