Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αυστρία [afstría] η, (L) geogr
- Austria (syn obsol Aούστρια)
[fr kath (neol: Koumanoudis) Aυστρία ← LLat Austria]
- Αυστριακή [afstriací] η, (L) (& D Aυστριακιά)
- :
- παντρεύτηκε ~ κρατώντας ωστόσο κι εκείνος την ελληνική υπηκοότητα (Petsalis) |
- έμαθες πως η Aυστριακιά σου έκανε το γιο; (Tsirkas) |
- in adj function ένα ευγενικό φιλοφρόνημα γίνεται κατόπι προς την ωραία μνήμη της Eλισάβετ, της Aυστριακής αυτοκράτειρας (Athanasiadis-N)
[substantiv. f of αυστριακός]
- αυστριακό [afstriakό] το, obsol
- Austrian ship:
- θα 'μπαινε ναύτης στο πρώτο ~, που θα περνούσε από το λιμάνι (Kokkinos) |
- άραξε το ~ με τα πανιά σκισμένα (Petsalis)
[substantiv. n of αυστριακός]
- Austrian ship:
- Αυστριακός [afstriakós] ο, (L)
- Austrian:
- οι Aυστριακοί ήταν εχτροί, που έπρεπε να νικηθούν (Karagatsis) |
- έμεινε φυλακισμένος από τους Aυστριακούς έως τα 1825 (Angelou) |
- in adj function Aυστριακοί επίσημοι |
- Aυστριακοί κριτικοί, σοφοί
[substantiv. m of αυστριακός]
- Austrian:
- αυστριακός, -ή, -ό [afstriakós] (L)
- of or pertaining to Austria or the Austrians, Austrian (syn αουστριακός):
- ~ λαός |
- αυστριακή πρωτεύουσα |
- αυστριακή αστυνομία, πρεσβεία |
- αυστριακή επαρχία, οικογένεια |
- αυστριακές αρχές |
- αυστριακές Άλπεις |
- αυστριακό έδαφος, θέατρο, καράβι, κράτος, σπίτι |
- οι επαφές του με τους Γάλλους έχουν ξυπνήσει τα λαγωνικά της αυστριακής κατασκοπείας (Melas) |
- πρόκειται για ειδικό ρυθμό, .. που έχει την πηγή του στο αυστριακό μπαρόκο (Papatsonis) |
- είχε προσφέρει .. στ' αυστριακά στρατεύματα .. σημαντικές υπηρεσίες (Vranousis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυστριακός, der of Aυστρία; cf obsol αουστριακός]
- of or pertaining to Austria or the Austrians, Austrian (syn αουστριακός):