Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αυσονία [afsonía] η, (L) obsol, anc geogr
- SItaly:
- σκαρφαλωμένος σε μια ξέρα της Aυσονίας (Panagiotop)
[fr kath Aυσονία ← K ← Lat Ausonia, this der of ethnic Ausones (var of Aurunci)]
- SItaly: