Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυγερινός1 [avyerinós] ο,, (sp. also Aυγερινός)
- ① morning star (syn in άστερας 1):
- δεν είχε φέξει ακόμα κι ο ~ έλαμπε στην ανατολή (Drosinis) |
- ο ~, όντας πλανήτης με δανεισμένο φως κι όχι ήλιος με δικές του φλόγες, εννοείται δεν τρεμουλιάζει (Pallis) |
- folks. .. κέρνα ώσπου να φέξει, | ώσπου να σκάσει ο ~, να πάει η πούλια γιόμα (DPetrop) |
- poem κι από τη σκάλα του Iακώβ ανεβοκατεβαίνουν | άγγελοι ωραίοι σαν αυγερινοί (Palam)
- ② fig prominent and influential person, guiding light, luminary (near-syn αστέρας 3b):
- o K.Π. με το τολμηρό του προβάδισμα μέσα στη λογοτεχνία του δημοτικισμού στάθηκε ολόλαμπρος ~ της Σχολής του Tαϋγέτου (Valetas)
[fr postmed, MG αυγερινός (sc αστήρ), substantiv. m of αυγερινός2]
- ① morning star (syn in άστερας 1):
- αυγερινός2, -ή, -ό [avyerinós]
- of or pertaining to the dawn (syn αυγινός 1, L εωθινός, near-syn πρωινός):
- ~ ουρανός |
- αυγερινή ακτίνα, δροσιά |
- αυγερινό άστρο |
- αυγερινό τραγούδι, τριαντάφυλλο |
- το σχοινί της καμπάνας .. το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου (Krystallis) |
- πριν χαράξει, θα 'βγαινε το αυγερινό μισοφέγγαρο (KPolitis) |
- τ' αυγερινά πουλιά .. κελαϊδούν συναγμένα στις φυλλωσιές (Panagiotop) |
- poem μοσχοβολάει | από τα αρώματα | τα αυγερινά (Solom) |
- γυρνώ, καημοί μου αυγερινοί, καημοί μου αποσπερίτες (Palam) |
- στ' αυγερινό το φως σ' αντίκρυσα | στης πούλιας το εφτάστρι σ' είδα (Malakasis)
[fr postmed, MG αυγερινός, der of αυγή w. suff -ερινός as in ημ-ερινός or εσπ-ερινός]
- of or pertaining to the dawn (syn αυγινός 1, L εωθινός, near-syn πρωινός):