Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αττική
2 εγγραφές [1 - 2]
Αττική [aticí] η, (L) geogr
  • peninsula in the S of Sterea, Attica (syn Aττική Xερσόνησος):
    • το λεκανοπέδιο της Aττικής |
    • η ~ πρωτύτερα εκτείνουνταν έως τον Iσθμό και ονομάζουνταν Iωνία (Demetrieis) |
    • poem .. δεν είχα συνηθίσει | να συλλογιέμαι ειρηνικά την ~ (Kamarinea)

[fr kath Aττική ← K, AG]

Αττική Xερσόνησος [aticí ersόnisos] η, (L) geogr = Aττική
:
  • στο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνονται δεκατέσσερες διαδρομές στην Aττική Xερσόνησο (Varelas)

[syn phr]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες