Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ανταρκτίδα
1 εγγραφή
Ανταρκτίδα [andarktí∂a] η, geogr
  • the Antarctic, Antarctica (syn η Aνταρκτική):
    • poem .. στο βοριά | ως τη λευκή σιωπή της Aνταρκτίδας | σκορπίσαν την ανθρώπινη καρδιά | οι κυκλώνες που φυσούν αγριεμένα (ChManettas)

[fr kath Aνταρκτίς, neol for Aνταρκτική]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες