Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αζοφική
1 εγγραφή
Αζοφική [azoficí] η,
  • or ~ θάλασσα, geogr Sea of Azov (anc Mαιώτις λίμνη):
    • η Mαύρη Θάλασσα με τις φουρτούνες της, η ~ με τις ακρογιαλιές της (Palam)

[der of Aζόφ ← Russ. Azov, More Azovskoye]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες