Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: Άδης
1 item total
άδης [á∂is] ο, (& personified Άδης)
  • ① the lower world, the infernal regions, the underworld as residence of the dead, Hades (syn ο κάτω κόσμος):
    • μαύρος ~, σκοτεινός ~ |
    • κατεβαίνει στον άδη |
    • idiom phr πήγε στον Άδη κ' εγύρισε he experienced grave danger |
    • σαν τους στραβούς στον άδη one who imitates improper or harmful practices |
    • για την πατρίδα πήγανε στον άδη τα καημένα (Makryg) |
    • τα πλάσματα των ποιητών είναι σαν τις σκιές που απαντά στον άδη του Bιργιλίου ο Aινείας (Palam) |
    • οι πικρολαβωμένες καρδιές... ενωμένες και καταμαγεμένες άδη γύρευαν και ξεχασμό (Psichari) |
    • άλλοι αυταδειάζαν, γιατί δεν τους κατάπιε ο ~ (Prevelakis) |
    • folks. φέρνει στον άδη ο Xάροντας παιδιά και νιους και γέρους |
    • ο ~ είν' ο άντρας μου, η πλάκα η πεθερά μου (Passow) |
    • poem Άδη μαύρε, χαιρετώ σε! (Solom) |
    • "μέρα είναι αγάπης· Άδης ενικήθη..." (id.) |
    • η μαύρη Λάμια, που έκλεισε | στην καρδιά της τον Άδη, να κατέβω με πρόσταξε | μέσ' το ξερό πηγάδι (Palam) |
    • σκαλί σκαλί κατέβαινα | τα σκαλοπάτια στο πηγάδι | κ' έλεγα που δεν είναι φοβερότερο | να κατεβή κανείς στον Άδη (Skipis) |
    • ... θα ξημερώση η αιώνια μέρα | κι ο Άδης την πόρτα του θ' ανοίξη (Diktaios) |
    • φως παραδείσιον, ιλαρό φως να γιομίση ο ~ μου εδωκάτου (TBarlas)
  • ⓐ synecd, enormous amount:
    • idiom phr τρώει (or έφαγε) τον άδη (syn in αβλέμονας)
  • ② region. hell:
    • poem το κάθε πλάσμα ζη την ώρα την καλή του | και μόνο εμείς σαν κολασμένοι μέσ' τον Άδη! (Rotas)
  • ③ region., fig very deep and dark place:
    • Άδης είναι το πηγάδι.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go