Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: *λατρεία*
4 items total [1 - 4]
ανθρωπολατρεία [anθropolatría] η, (sp. also ανθρωπολατρία) (L)
  • worship of man, anthropolatry (near-syn προσωπολατρεία):
    • άλλο πράγμα η ηρωολατρεία και άλλο η ~ (Palam) |
    • στίχοι εμπνευσμένοι από τη γεωλατρείαν αυτή που της είναι κλάδος η ~ (id.) |
    • αποκαθιστούσε την ~ με την σφοδρότητα ενστίκτου, που είχε καταπιεσθεί (Panagiotop) |
    • η ξεχωριστή μορφωτική δύναμη του ελληνικού κόσμου βρίσκεται στην ~ (Kakridis)

[fr kath ανθρωπολατρεία ← PatrG (4th c. AD), cpd of ἄνθρωπος & λατρεία or ἀνθρωπολατρία, der of ἀνθρωπολάτρης w. suff -ία]

αστρολατρεία [astrolatría] η, (sp. also αστρολατρία)
:
  • κοντά στο φετιχισμό για πηγή της θρησκείας αναγνώριζε την ~(Theodoridis) |
  • [ο μαζδαϊσμός] από τους Xαλδαίους προσέλαβε την ~ και την αστρολογία (Tatakis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αστρολατρεία, der of αστρολάτρης]

αττικολατρεία [atikolatría] η, (L)
  • adoration of or love for Attica:
    • πού την ηύρεν όλην αυτήν την ~ ο βάρβαρος αυτός Σκυθοσλάβος; (Palam)

[fr kath (neol) αττικολατρεία, cpd of Aττική w. combin form -λατρεία]

αυτολατρεία [aftolatría] η, (L)
  • adoration or adulation of o.s., self-worship (syn εγωλατρεία, near-syn αυτοαποθέωση, αυτοερωτισμός 2, αυτοθαυμασμός):
    • θα ευκολύνει το ξεστράτισμα στην ~ και στην εγωληψία (Chourmouzios) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1874, 1876]) αυτολατρεία, cpd w. λατρεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go