Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επάρχω.
-
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = έπαρχος:
- Ο … σουλτάνος … τους επάρχοντας αυτού και δισυπάτους παραλαμβάνει συν αυτῴ (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 413).
[αρχ. επάρχω]
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = έπαρχος: