Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄθος
3 εγγραφές [1 - 3]
άθος (I) ο.
  • Tέφρα, στάχτη:
    • καίγεται (ενν. το πουλί) κι άθος γίνεται και πάλι ξανανιώνει (Eρωτόκρ. B´ 254).

[<ουσ. άνθος, αν όχι σχετ. με τα αίθω, αιθάλη. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

άθος (II) το,
βλ. άνθος.
αθός ο,
βλ. ανθός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες