Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνέμη
2 εγγραφές [1 - 2]
ανέμη η.
  • Aνέμη:
    • (Περί ξεν. 29).

[<ουσ. άνεμος + κατάλ. η. H λ. τον 8.-9. αι. (LBG), στο Lampe και σήμ.]

ανεμήθη, αόρ.,
βλ. νέμω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες