Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: παλαβός
1 item total
παλαβός, επίθ.
  • Ανισόρροπος, τρελός:
    • παλαβούς τους λέγουνε τους ξένους εις τα ξένα (Περί ξεν. 56).

[<επίθ. παλαλός (σήμ. ποντ.) <μτχ. απολωλώς του αρχ. απόλλυμι. Κατά Χατζιδάκι <ουσ. παλάβια <παλάβρα. Κατά Kretschmer και Φιλήντα <αρχ. διαλεκτ. επίθ. παλαός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go