Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: ξάγρυπνος
1 item total
ξάγρυπνος, επίθ.· ξαγρυπνός.
  • α) Άγρυπνος, που γρηγορεί, που επαγρυπνεί:
    • τους εμέρασε … εις τα τειχία διά να βιγλίζουνε, διά να είναι ξαγρυπνοί (Χρον. σουλτ. 858
  • β) (μεταφ.) που έχει το νου του σε κ., που καιροφυλακτεί:
    • ο … Σελίμης … ήτονε ξαγρυπνός διά να βασιλέψει (αυτ. 13528).

[<επιτ. εξ‑ ('ξ‑/ξε‑) + επίθ. άγρυπνος ‑ός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go