Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: μικραίνω
1 item total
μικραίνω· σμικραίνω — σμικρύνω· αόρ. εμίκρανα· εμίκρυνα.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Κάνω κ. μικρότερο· ελαττώνω, μειώνω:
          • θαρρεί πως είναι άξα τιμή περίσσα να μικρύνει (Πανώρ. Δ́ 341
        • β) υποτιμώ:
          • το κατόρθωμα … πολλοί εναντίοι θέλουσι … να το σμικρύνουν (Κύριλλ. Κων/π. 375).
      • 2) Συντομεύω:
        • να αυξηθούσι (ενν. οι κανόνες της Εκκλησίας) ή να τους μικρύνουν (Χριστ. διδασκ. 500).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω:
        • εκ το μέρος το εμόν … ου μη μικρύνει τίποτες· πάντα εις εσέ να στέκω (Πόλ. Τρωάδ. 5797).
      • 2) (Μεταφ.) υποβιβάζομαι κοινωνικά, ξεπέφτω:
        • είδα … αφέντες κι εμικράνασι (Φαλιέρ., Ρίμ. 199).
  • II. (Μέσ., μεταφ.) νιώθω μικρός, ασήμαντος:
    • σμικραίνομαι τηρώντα σε, Θεέ (Σκλέντζα, Ποιήμ. 64).

[<αρχ. μικρύνω. Ο τ. σμικρύνω ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go