Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμνιών
3 εγγραφές [1 - 3]
λιμνιωνάριν το.
— Πβ. και λιμενάρι.
  • Μικρό λιμάνι, λιμανάκι:
    • (Πορτολ. Α 16713 (έκδ. λιμιο‑)).

[<ουσ. λιμνιών(ας) + κατάλ. ‑άριν]

λιμνιών(ας) ο· λιμεώνας.
  • Λιμάνι:
    • απήλθασιν όπου ήτον ο λιμνιώνας, όπου έστεκαν τα κάτεργα (Χρον. Μορ. Η 9203 (έκδ. λιμιώ‑)
    • (μεταφ.):
      • να λείψ’ η έχθρα κι η σκλεριά και βρω λιμνιώναν (Κυπρ. ερωτ. 14310 (έκδ. λιμιώ‑)
      • εις τον λιμνιώνα του ουρανού (Ροδινός 125 (έκδ. λιμιώ‑)
    • φρ. μπαίνω εις τον λιμνιώνα, πιάνω λιμνιώνα = ελλιμενίζομαι, αράζω:
      • (Απολλών. 627), (Χρον. Μορ. Η 1190).

[<ουσ. λιμήν με επίδρ. του ουσ. λίμνη + κατάλ. ‑ώνας ή <ουσ. *λιμενεών. Η λ. στο Meursius (λιμιών), στο Βλάχ. (‑όνας) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ως τοπων.]

λιμνιωνεύομαι.
  • Ελλιμενίζομαι, αράζω:
    • Ειδέ σταθείς να λιμνιωνευθείς, … ράξε εις οργίες ιβ́ (Πορτολ. Α 1248 (έκδ. λιμιο‑)).

[<ουσ. λιμνιών(ας) + κατάλ. ‑εύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες